O αιώνας που μας πέρασε βαφτίστηκε «ψυχολογικός» και οι ψυχολόγοι, «ιερείς μιας άθεης εποχής». Ο ιλιγγιώδης ρυθμός ανάπτυξης της νεαρής επιστήμης σφράγισε καταλυτικά την εποχή μας. Και όπως κάθε σφραγίδα, η ανάπτυξη αυτή σαν το κουτί της Πανδώρας προσέφερε στην ανθρωπότητα δωρεές και κατάρες. Μια από τις αναπόφευκτες «κατάρες» ήταν και ότι ο περί ψυχής λόγος έγινε με αυξανόμενο σθένος αντικείμενο οικειοποίησης από τον καθένα. Και όταν λέω από τον καθένα, εννοώ από τον καθένα.

Ο καθένας μεταμορφώνεται σε «ολίγον ψυχολόγο». Δυσκολότερα βέβαια γίνεται ολίγον μηχανικός, βιολόγος ή ολίγον μαθηματικός. Η ίδια η επιστήμη της Ψυχολογίας μοιάζει να διευκολύνει αυτή την οικειοποίηση. Καθώς υπάρχει μια «φυσική» κατά τον Fraisse, ή «έμμεση» κατά τον Guillaume ψυχολογία, την οποία ήδη από τη γέννησή μας ασκούμε ακατάπαυστα: Παρατηρούμε, καταγράφουμε και ερμηνεύουμε συμπεριφορές, οικείες και αλλότριες. Κάνουμε δηλαδή ό,τι και ένας ψυχολόγος. Με τη διαφορά ότι η ψυχολογία αυτή διαφέρει από την επιστήμη όσο και η αστρολογία από την αστρονομία.

Το να λειτουργούμε μέσα στο σπίτι μας ή στις κατ΄ ιδίαν συζητήσεις μας ως «σχεδόν ψυχολόγοι», προφανώς δεν βλάπτει κανέναν. Με τη δημόσια ορατότητα αρχίζει το πρόβλημα όταν, έχοντας πρόσβαση στα μίντια, αφηνόμαστε στην εύκολη και ανέξοδη χρήση μιας «καθημερινής» ψυχολογίας, μεστής αντιφάσεων, υπεραπλουστεύσεων, μη διαψεύσιμων στοιχείων. Ευκολία που συμβάλλει στη διαμόρφωση αντίστοιχων συλλογικών στάσεων και πεποιθήσεων. Έκδηλη είναι η απροθυμία, η αδυναμία να χρησιμοποιηθεί ο λόγος μιας ψυχολογίας που επιδιώκει να είναι επιστημονικά έγκυρος, να στηρίζεται δηλαδή στην αναζήτηση της απόδειξης και στη διατύπωση, απαλλαγμένων από ιδεολογικές αγκυλώσεις και προκαταλήψεις, θέσεων. Η λαθροχρησία της ψυχολογίας, η κατάχρηση ενός ψυχολογίζοντος λόγου προάγει μια δήθεν γνώση στη θέση της ιδεοληψίας.

Μια τέτοια κατάσταση, «επιστημονικού φλου αρτιστίκ», μοιάζει σήμερα να κατισχύει σε έναν ορισμένο, δημόσιο περί νεότητας, λόγο που συνεχίζει με εμμονή να αρθρώνεται. Έναν λόγο που έχει ξεφύγει από την επικέντρωση στα ίδια τα παιδιά, καθώς- φαινομενικά τουλάχιστοντο «κίνημα» ή το «ξέσπασμα» ή η «εξέγερση» ή ο «χαβαλές» (οι λέξεις ποτέ δεν είναι αθώες) μοιάζει να ησυχάζει, και μετατίθεται σε όσους πήραν τη θέση των παιδιών. Αυτοί είναι που τώρα δέχονται τα πυρά. Ενοχικοί μεσήλικοι, ανίκανοι

ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Η εγκαθίδρυση στρατοπέδων και οδοφραγμάτων, οι κατηγοριοποιήσεις, τα ετικεταρίσματα είναι από την πλευρά της συντήρησης, αν όχι της επιδείνωσης μιας κρίσης από την οποία υποτίθεται ότι όλοι θέλουν να βγουν

ως δάσκαλοι να αποτρέψουν την αταξία συντάσσονται με τους ταραξίες για να κρύψουν την αναξιότητά τους! Κ.λπ. κ.λπ.

Μέχρι πρότινος στο στόχαστρο ήταν οι «ανώριμοι», «άβουλοι», «κατευθυνόμενοι» έφηβοι. Είτε ως μπαχαλάκηδες είτε ως δυνάμει τρομοκράτες είτε ως κωλόπαιδα του τίποτα, δέχτηκαν τα πυρά μιας ακύρωσης. Καπάκι ήλθε ο στιγματισμός των μεγάλων. Όσων διατύπωσαν έναν άλλο μη καταγγελτικό λόγο, έναν λόγο που «τόλμησε» να χρησιμοποιήσει το ποινικοποιημένο ρήμα «αφουγκράζομαι» για το νέο παιδί. Η προσπάθεια κατανόησης του τι συμβαίνει σήμερα μέσα στο μυαλό ενός νέου παιδιού σε μια πυρπολημένη από νομιμότητα χώρα, συρρικνώθηκε σε δικαιολόγηση της βίας και του μπάχαλου. Η έννοια της ενοχής μαζί με κάθε λογής ψυχολογικά γνωρίσματα των ενηλίκων και βάλε «υπεραπιστών» επιστρατεύθηκαν για να κάνουν ό,τι ακριβώς δεν χρειαζόταν όταν υποτίθεται ότι το ζητούμενο είναι η αναζήτηση μιας εξόδου κινδύνου από το αδιέξοδο. Οι «μεν» και οι «δε». Οι σχάσεις, η εγκαθίδρυση στρατοπέδων και οδοφραγμάτων, οι κατηγοριοποιήσεις, τα ετικεταρίσματα είναι από την πλευρά της συντήρησης, αν όχι της επιδείνωσης μιας κρίσης από την οποία υποτίθεται ότι όλοι θέλουν να βγουν.

Η συρρίκνωση του «κοινωνικού» στον ψυχολογικό παράγοντα εκφράζει μια ύπουλη και εξαιρετικά στρεβλή λειτουργία. Η ερμηνεία μιας οποιασδήποτε κοινωνικής διαδικασίας και σύγκρουσης με ατομικούς όρους, ο ψυχολογισμός δηλαδή, οδηγεί μοιραία στην παραποίηση της πραγματικότητας.

Δεν είναι λίγες οι φορές που και οι ίδιοι οι ψυχολόγοι ενδίδουν στη βολή και την ευκολία του ψυχολογισμού. Οι άνθρωποι έχουν την τάση να εξηγούν τις κοινωνικές συμπεριφορές αποδίδοντάς τες στα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των αυτουργών τους. Προσέχουμε λιγότερο αυτό που γίνεται ή αυτό που λέγεται και περισσότερο αυτούς που το κάνουν ή το λένε. Η συμπεριφορά αυτή, γνωστή στην κοινωνική ψυχολογία ως το «θεμελιώδες σφάλμα», θα έλεγα ότι αποτελεί μια κατάρα, καθώς οι ψυχολογίζουσες ερμηνείες της πραγματικότητας είναι πάντα επιλεκτικές, μονοκατευθυνόμενες και, τέλος, ιδεολογικά φορτισμένες. Απώτερος σκοπός η αντίσταση στην αλλαγή, η συμμόρφωση προς την εκάστοτε εξουσία, καθώς η ψυχολογιοποίηση πάντα συγκαλύπτει τον συγκρουσιακό χαρακτήρα μιας κατάστασης για να επικεντρωθεί στα δήθεν ψυχολογικά γνωρίσματα των υποκειμένων. Δεν πρόκειται δηλαδή για «ατύχημα» ούτε για «κενό στη λογική» των ατόμων στην προσπάθειά τους να αντιληφθούν και να εξηγήσουν την πραγματικότητα. Ένα σωρό πειράματα στην κοινωνική ψυχολογία φανερώνουν πως ο ψυχολογισμός αποτελεί πάντα μια στρατηγική συμμόρφωσης προς την εκάστοτε εξουσία. Και γι΄ αυτό ειδικά σήμερα μίλησα για «κατάρα», καθώς το αίτημα της πολυπαθούς και πολυκαπηλευμένης έννοιας της «αλλαγής» είναι υπέρ ποτέ ισχυρό.

Μένει κάποια στιγμή να ακουστεί ένας διαφορετικός λόγος, που θα είναι από τη μεριά μιας ψυχολογίας που δεν ακυρώνει τον εαυτό της. H Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.