Μετράω τις μέρες, κάθε μέρα από τότε που έφυγε. Εξήντα, ογδόντα, εκατό μέρες απουσίας. Προσπαθώ να χωρέσω στο μυαλό μου τη φυγή της, να διώξω τις εικόνες του μαρτυρικού τέλους, να ανασυνθέσω την πραγματική εικόνα μιας γυναίκας που έκανε τη μεγάλη διαφορά. Η Έμιλυ δεν ήταν απλά μια φίλη μου. Ήταν η φίλη μου, η φιλενάδα, η κολλητή…


Από εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα του 1993 που σταμάτησα σε μια υπέροχη βιτρίνα στο «Αίθριο» εμπορικό κέντρο στο Μαρούσι, μέχρι την 26η Μαΐου του 2008, εγώ και εκείνη μοιραστήκαμε τη βαθύτερη φιλία και αποδοχή που μπορούν να μοιραστούν δυο άνθρωποι. Έγινε το καταφύγιό μου. Και εγώ το δικό της. Έχω πάντα στο σπίτι το πρώτο αντικείμενο που αγόρασα από το μαγαζάκι της. Ένα γήινο βάζο από την Κεϋλάνη. Αυτό το βάζο κράτησε «ζωντανά» πολλά λουλούδια αλλά τώρα πια, απέκτησε μιαν άλλη αξία, μια μοναδικότητα όπως η δική της.

Ήμουν, έλεγε πάντα γελώντας, η φωνή της λογικής της. Και εγώ, χρόνο με τον χρόνο, στιγμή τη στιγμή, συνειδητοποιούσα ότι εκείνη ήταν η φωνή της συνείδησής μου. Πριν τη γνωρίσω, ποτέ μου δεν φαντάστηκα ότι μπορεί ένας άνθρωπος να διδάξει τόσα πολλά σε κάποιον άλλον… Σήμερα ξέρω ότι η Έμιλυ με δίδαξε, μέσα από τη ζωή αλλά και από τον θάνατό της, περισσότερα από όσα διδάχθηκα στην υπόλοιπη ζωή μου. Κι αν έγινα λίγο καλύτερος άνθρωπος, αν έμαθα τι θα πει συγχώρεση και δεύτερη ευκαιρία, τι σημαίνει «ξαναρχίζω από το μηδέν και προχωρώ μπροστά», τι σημαίνει «δίνω στους ανθρώπους αυτό που έχω και δεν περιμένω ανταπόδοση», το χρωστώ σε εκείνη…

Είχαμε ένα «μπαουλάκι» εμείς οι δυο, γεμάτο κρυμμένα μυστικά. Όταν πια γέμιζε τόσο που δεν… έκλεινε, κανονίζαμε ραντεβού για καφέ στο στέκι μας στην Κηφισιά. Ήταν «ακριβοί» και… πολύωροι οι «καφέδες» μας! Είχαν πολλά δάκρυα αλλά και γέλιο μέχρι δακρίων. Είχαν ενέργεια, δράση, εξομολογήσεις. Όλα τα θέματα, τα μικρά και τα σπουδαία της εβδομάδας, οι χαρές και οι λύπες, οι προδοσίες και οι αντιξοότητες, έβγαιναν στο τραπέζι και όταν φεύγαμε και τα ξαναρίχναμε στο μπαουλάκι, έπιαναν ξαφνικά λιγότερο χώρο, δεν είχαν τη σπουδαιότητα που νομίζαμε, δεν μας πονούσαν, ούτε μας ταλαιπωρούσαν, το φορτίο είχε ελαφρύνει…

«Και αυτό θα περάσει». Είχε έναν μαγικό τρόπο η Έμιλυ να αναδεικνύει αυτό που άξιζε. «Και αυτό θα περάσει» έλεγε. «Στάσου όρθια, αύριο ούτε που θα το θυμάσαι…». Κι αυτό δεν ήταν ένα απλό σύνθημα αφού εκείνη είχε μιαν απίστευτη γενναιότητα, άφηνε πάντα καθαρά αποτυπώματα και ήξερε να στέκεται όρθια, ακόμα και έπειτα από μεγάλες καταστροφές.

Μια τέτοια καταστροφή βίωνε λίγο πριν αρρωστήσει.

Βρέθηκε στο τίποτα, στο «μηδέν» και έκανε για άλλη μια φορά, επανεκκίνηση. Άντεξε πολλά και πίστευε ότι τα είχε καταφέρει. Είχε τέτοια θέληση και τόσο πείσμα, που δεν έδωσε σημασία στα πρώτα συμπτώματα. «Κάποια ψύξη θα είναι», έλεγε και έπινε παυσίπονα. Μέχρι που αρχές του περυσινού Ιουνίου, βρέθηκε στο Γενικό Κρατικό Αθηνών. «Η Έμιλυ έχει προχωρημένο καρκίνο στο πάγκρεας», μου είπε ανάμεσα σε λυγμούς, στο τηλέφωνο, ο σύντροφος της ζωής της, ο Ντίνος. Μια μεγάλη μαύρη τρύπα άνοιξε στο κεφάλι μου. Δεν ξέρω πώς έφτασα στο νοσοκομείο. Μόλις με είδε, άρχισε να κλαίει: «Η γιατρός μού είπε ότι έχω τρεις μήνες ζωή…». Διέψευσε τη γιατρό, δεν έζησε τρεις αλλά δώδεκα μήνες. Ήταν όρθια και πάλευε έως την τελευταία στιγμή. Δέκα μήνες, κάθε Τετάρτη έκανε χημειοθεραπεία. Και μόλις τελείωνε, γύρω στις 12 το μεσημέρι, άνοιγε το μαγαζί της μέχρι αργά το βράδυ. Ξενύχτησε και έκανε τις περίφημες λαμπάδες της για το Πάσχα που το γιόρτασαν οικογενειακά στην Κέρκυρα. Μιλούσαμε κάθε μέρα στο τηλέφωνο. «Έχω ποτίσει το νησί με τα δάκρυά μου… Πονάω φρικτά, αλλά δεν θέλω να το καταλάβουν τα παιδιά…».

Κάθε Τετάρτη έκανε χημειοθεραπεία. Και μόλις τελείωνε άνοιγε το μαγαζί. Έφτιαξε και λαμπάδες για το Πάσχα που το γιόρτασε στην Κέρκυρα. «Έχω ποτίσει το νησί με τα δάκρυά μου… Πονάω φρικτά, αλλά δεν θέλω να το καταλάβουν τα παιδιά…», μου έλεγε στο τηλέφωνο

«Δεν φοβάμαι τον θάνατο». Όταν επέστρεψε και την είδα, ήταν αγνώριστη. Ο καρκίνος είχε κυριαρχήσει πάνω της. Όχι όμως και στη λαχτάρα της για ζωή. Ήθελε να κάνει τα πάντα για να νικήσει την αρρώστια, αγωνιζόταν κάθε στιγμή και δεν παραπονέθηκε ούτε μία φορά! Αρχές Μαΐου μπήκε στο νοσοκομείο «Αγία Όλγα» και οι είκοσι συνολικά μέρες νοσηλείας της ήταν για μένα κυρίαρχο μάθημα ζωής. Η φίλη μου υπήρξε αξιοπρεπής, δυνατή και γενναία έως το τέλος. Δεν έχασε την ελπίδα, την πίστη, το χαμόγελό της. «Δεν φοβάμαι τον θάνατο, τον πόνο φοβάμαι», μου εξομολογήθηκε ένα βράδυ. Τα ίδια ακριβώς λόγια μου είχε πει και στον τελευταίο μας καφέ στην Κηφισιά- τον πιο «ακριβό» από όλους.

Ο πόνος δεν της χαρίστηκε, δυστυχώς. Ανέβηκε ένα- ένα τα σκαλιά στην κλίμακα του πόνου- έως την κορύφωση του. Ήρθαν στιγμές που ευχήθηκε να πεθάνει. Και εγώ που της είχα υποσχεθεί ότι δεν θα την αφήσω να πάθει τίποτα, προσευχήθηκα να τη λυτρώσει ο θάνατος και να την πάρει…

Καθόμουν δίπλα της τα βράδια και μοιραζόμασταν ξανά τα «μυστικά» μας, τις στιγμές που είχε διαύγεια. «Θα το νικήσω;», με ρωτούσε. «Όπως πάντα θα νικήσεις, αστέρι μου», της απαντούσα και εκείνη που ήξερε τι σήμαινε αυτό χαμογελούσε.

Για τον Ντίνο της. Στις 20 Μαΐου, αργά το βράδυ, παραμονή της γιορτής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ήμασταν ξανά οι δυο μας. Της μιλούσα αλλά εκείνη ήταν σε βαθύ λήθαργο. Ξαφνικά άνοιξε τα μάτια, σαν να την πυροδότησε μια σκέψη και έκανε για άλλη μιά φορά την υπέρβασή της. Γεμάτη ένταση μου ζήτησε να βρω ένα ανοικτό ανθοπωλείο και να στείλω το επόμενο πρωινό στο νοσοκομείο 21 κατακόκκινα τριαντάφυλλα για τον Ντίνο της που γιόρταζε. Αυτά τα 21 τριαντάφυλλα και τα λόγια της στην καρτούλα, ήταν η διαθήκη που άφησε πίσω της η Έμιλυ στον σύντροφο που είκοσι 24ωρα δεν έφυγε από κοντά της ούτε λεπτό! Ήταν η κίνηση μιας γυναίκας που ήξερε να κάνει πάντα αλησμόνητα δώρα…

Το απόγευμα που πέθανε, πέρα από τον βαθύ πόνο της απώλειας, ένιωσα και ένα συναίσθημα ανακούφισης- Επιτέλους, δεν πονούσε, δεν παρακαλούσε τον Χριστό να την πάρει, βρήκε τη γαλήνη. Δεν έχω να σας πω κάποια μαγική συνταγή, δεν θα πω πως το ξεπέρασα, δεν το ξεπέρασα, της χρωστάω να μάθω να πορεύομαι χωρίς εκείνη, αυτό θα ήθελε η ίδια. Τον πρώτο καιρό ένιωθα πως μαζί της πέθανε και το κομμάτι της καρδιάς μου που της ανήκε αλλά στην πορεία διαπίστωσα πως είναι πάντα ζωντανό… Δεν μπορώ να την πάρω τηλέφωνο το πρωί από το αυτοκίνητο την ώρα που κατεβαίνω στη δουλειά, δεν θα της ξαναπώ καληνύχτα ούτε θα ανοίξουμε ξανά μαζί το «μπαουλάκι» μας. Αλλά σε κάθε δύσκολη στιγμή μου, όλες αυτές τις εκατό ημέρες κλείνω τα μάτια μου, στρέφομαι μέσα μου και την ακούω να κάνει το σωστό «ζύγι» και να μου δίνει την απάντηση. Αρκεί να αφουγκραστώ καλά και ακούω ξανά, το τελευταίο πράγμα που μου είπε στο νοσοκομείο πριν πέσει σε κώμα: «Μη φοβάσαι! Εδώ είμαι ακόμα…».