Η ανακοίνωση του νομοσχεδίου για το Ασφαλιστικό και η προσεκτική μελέτη του αποδεικνύει ότι η ψήφιση και στη συνέχεια η υλοποίησή του θα δημιουργήσουν συνθήκες αποκαθήλωσης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα.

Κεντρική στρατηγική του σύλληψη δεν είναι η ικανοποίηση των αναγκών των ασφαλισμένων, των συνταξιούχων και του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, αλλά οι ανάγκες χρηματοδότησης του κρατικού προϋπολογισμού και των δημοσίων ελλειμμάτων καθώς και η προσαρμογή των οικονομικών της κοινωνικής ασφάλισης στους στόχους του Συμφώνου Σταθερότητας για την επίτευξη του επιπέδου του δημοσίου ελλείμματος στο 1,6 το 2010. Από την άποψη αυτή, το σχέδιο νόμου για το Ασφαλιστικό αποτελεί παρέμβαση εισπρακτικού χαρακτήρα που συμβάλλει στη βραχυχρόνια μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων με μεσομακροπρόθεσμη αύξηση των κοινωνικοασφαλιστικών ελλειμμάτων.

Απόδειξη αυτής της στρατηγικής του αποτελεί η αύξηση των ειδικών ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης (π.χ. γυναίκες), η μείωση των κύριων και επικουρικών συντάξεων, η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης με 35 ή 37 έτη ασφάλισης κ.τ.λ. Συγκεκριμένα η εργαζόμενη μητέρα, ιδιαίτερα αυτή με ανήλικα παιδιά, πλήττεται με την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και την κατάργηση στην ουσία των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων ανδρών και γυναικών, η οποία θα προκαλέσει εκρηκτικές καταστάσεις ιδιαίτερα στους ανέργους μεγάλης ηλικίας (50-64 ετών) που εάν προχωρήσουν «αναγκαστικά» σε συνταξιοδότηση για να μην είναι άνεργοι, θα τους μειώνεται η σύνταξη κατά 6% τον χρόνο- δηλαδή μείωση μέχρι και 40%, ενώ δύο στις τρεις συντάξεις είναι κάτω των 600 ευρώ. Έτσι, η προοπτική που διαγράφεται είναι ότι ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός συνταξιούχων θα εντάσσεται στην ομάδα που διαβιοί κάτω από τα όρια της φτώχειας. Παράλληλα, η δημιουργία του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης

ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΤΑΙ Η ΑΜΕΣΗ

προοπτική αύξησης των εισφορών, μείωσης των παροχών και αύξησης της έμμεσης φορολογίας για να αντιμετωπιστούν με τον πιο άδικο τρόπο οι χρηματοδοτικές ανάγκες

θα συγκεντρώσει με τον πιο άδικο τρόπο (έμμεση φορολογία) πόρους 997 εκατ. ευρώ τον χρόνο, οι οποίοι κρίνονται ανεπαρκείς για τις ανάγκες χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης.

Κατά συνέπεια, παρά τη λογική της εισπραξιμότητας του σχεδίου νόμου, οι αναγκαίοι πόροι δεν εξασφαλίζονται αφού αυτοί- από τις περιοριστικές διατάξεις των ασφαλιστικών δικαιωμάτων στην ολοκλήρωση της εφαρμογής τους- δεν θα ξεπερνούν τα 320 εκατ. ευρώ τον χρόνο (ΠΟΠΟΚΠ, 2008). Η παρατήρηση αυτή σε συνδυασμό με την παντελή απουσία οποιασδήποτε χρηματοδοτικής φροντίδας και δέσμευσης του κράτους με τους οφειλόμενους πόρους (12,6 δισ. ευρώ), την αποτελεσματική καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής (5,8 δισ. ευρώ), τη στέρηση κατά 10 % από τα έσοδα ορισμένων Ταμείων (δημοσιογράφων, νομικών, μηχανικών, γιατρών) και τη δυνατότητα του υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας να καθορίζει με υπουργική απόφαση το επίπεδο των παροχών υγείας και συντάξεων, προδιαγράφει την άμεση προοπτική αύξησης των εισφορών, μείωσης των παροχών και αύξησης της έμμεσης φορολογίας προκειμένου να αντιμετωπιστούν με τον πιο άδικο και άνισο τρόπο οι χρηματοδοτικές ανάγκες του ασφαλιστικού συστήματος.

Με άλλα λόγια οι προβλεπόμενες από το νομοσχέδιο ενοποιήσεις ασφαλιστικών ταμείων κύριας, επικουρικής σύνταξης, πρόνοιας και υγείας, ενώ σε θεωρητικό επίπεδο αποτελούν εξορθολογιστικό στοιχείο για την οργάνωση και λειτουργία της κοινωνικής ασφάλισης, στη συγκεκριμένη περίπτωση θα λειτουργήσουν ως δούρειος ίππος προκειμένου να επιτευχθεί η εσωτερική κατανομή των πόρων, η προοπτική μείωσης των παροχών προς τα κάτω και η αποφυγή του κράτους να ενισχύσει χρηματοδοτικά το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και υγείας. Αυτές οι δυσμενείς εξελίξεις αποκαθήλωσης της κοινωνικής ασφάλισης που πλήττουν τις γυναίκες, τους νέους και τους ήδη ασφαλισμένους, θα οδηγήσουν σε συνθήκες ανασφάλειας για τη βιώσιμη και κοινωνικά αποτελεσματική προοπτική του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, τους εργαζομένους προς τις ασφαλιστικές εταιρείες και την ανάληψη της ασφαλιστικής τους κάλυψης από τον οικογενειακό προϋπολογισμό.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθ. στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Επιστ. Δ/ντής ΙΝΕ/ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ