Το πολιτικό θέατρο επανέρχεται πλησίστιο στις σκηνές της Ευρώπης και των ΗΠΑ.


Σε όλο το φάσμα του, θέατρο-μαρτυρία, θέατρο ντοκουμέντο, θέατρο οικολογικό, θέατρο για τις μειονότητες ή για το διαφορετικό, θέατρο πολυπολιτισμικό Δεν χρειάζεται να κουραστεί κανείς καταφεύγοντας σε βαρύγδουπες θεωρίες για να αντιληφθεί πως η διαβόητη δογματική (και άκρως αλαζονική, στη βεβαιότητά της) θεωρία για το «Τέλος της ιστορίας» έχει γελοιοποιηθεί πλήρως. Γιατί στην επιχειρούμενη, πέρα από την οικονομική, πολιτισμική ισοπέδωση της παγκοσμιοποίησης, είναι τόσες οι αντιδράσεις, τα εσωτερικά ρήγματα, η σθεναρή αντίσταση λαών, παραδόσεων, πίστεων, αξιών, ιδεών και ηθών ώστε πλέον η ιστορία, που άλλοτε κινιόταν με μοχλούς κυρίως τις κανονιοφόρους και τα μονοπώλια, τώρα κινείται με καύσιμο τις κοινωνικές συγκρούσεις, την ανασφάλεια, την ανεργία, την οικονομική μετανάστευση, τα προβλήματα προσαρμογής και άμυνας που δημιουργεί ο συγχρωτισμός διαφορετικών γλωσσών, θρησκειών, ηθών και ιδιοσυγκρασιών. Τώρα μπορούμε στο θέατρο να αξιολογήσουμε συστηματικά και τεκμηριωμένα τη μέγιστη συμβολή του Μπρεχτ στην ιστορία του θεάτρου στον εικοστό αιώνα και ύστερα. Ο Μπρεχτ, πρώτος και εντελέστερα προς το παρόν, δημιούργησε ένα μοντέλο κειμένου-παράστασης που βασίζεται πάνω στη λογική δομή του παραγωγικού σωρείτη. Μετατρέπει το τυπικό σχήμα της Αριστοτελικής λογικής σε σκηνική αποτύπωση της διαλεκτικής σχέσης και της άτεγκτης αιτιοκρατίας που πρυτανεύει στην ιστορία και την κοινωνία, όπως και στη φύση.

Σπεύδω να πω ότι οι καλύτεροι και αυθεντικότεροι μαθητές της μπρεχτικής μεθόδου υπάρχουν και συνεχίζουν να είναι οι Βρετανοί θεατρικοί συγγραφείς. Και το πράγμα δεν είναι παράδοξο αφού ο αγγλικός, θα έλεγα ο αγγλοσαξονικός εμπειρισμός, η αμετακίνητη πίστη του στην πειραματική μέθοδο, στην παρατήρηση και στην πιστή περιγραφή, τον καθιστά το εντελέστερο εργαλείο (organum) μελέτης των κοινωνικών και πολιτικών δεδομένων. Πρώτος ο Άγγλος Σαίξπηρ και όσοι τον ακολούθησαν έσπασε την θεατρική δομή των πράξεων, την κλειστή φόρμα και δόξασε τη διαίρεση της μιμητικής πράξης σε σκηνές, εισάγοντας την ανοιχτή φόρμα, την απροσδιοριστία, τη δομή του σπειροειδούς και ως εκ τούτου μιαν επική αφηγηματική ροή.

Στα χρόνια μας κι όταν ακόμη κάποιοι μπρεχτικής ιδεολογικής καταγωγής συγγραφείς επιλέγουν δομές σε δύο συνήθως μέρη, εφαρμόζουν μέθοδο διαλεκτικής θέσης-αντίθεσης.

Η μεγάλη μεταπολεμική γενιά των Βρετανών συγγραφέων του θεάτρου, από τον Όσμπορν ώς τον Πίντερ και από τον Μποντ και τον Όρτον ώς τον Χέαρ και τον Φρέιν, την ανάλυση του Μπρεχτ χρησιμοποιούν ως ιδεολογικό και μορφολογικό μοντέλο για να στηρίξουν με σκηνικό κύρος τα έργα τους. Και το ομολογούν όλοι.

Ένας από τους πλέον νέους ταλαντούχους συγγραφείς της τελευταίας αγγλικής σοδειάς είναι ο Σάιμον Στίβενς (1971). Τριάντα έξι χρόνων και είναι ήδη πολυγραφότατος συγγραφέας, πολυβραβευμένος και καθιερωμένος αφού παίζεται στα κεντρικά κρατικά επιχορηγούμενα θέατρα του Λονδίνου.

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος που φέτος το θεατρικό του τέκνο, το «Θέατρο του Νέου Κόσμου» γιορτάζει τα δέκα χρόνια του, επέτειο που μας θυμίζει θαυμάσιες αισθητικές και ιδεολογικές απολαύσεις που ζήσαμε στις πάντα αξιοπρόσεχτα φροντισμένες παραστάσεις του, ακολουθώντας έναν από τους πλέον αναγνωρίσιμους άξονες που συγκροτούν το δραματολόγιό του, ανεβάζει ένα άκρως ερεθιστικό ως περιεχόμενο και θέση πολιτικό έργο του Στίβενς με τον τίτλο «Μotortown».

Ο συγγραφέας ομολογεί πως μοντέλο του έργου του είναι το αριστούργημα του Μπύχνερ «Βόυτσεκ». Ο μεγάλος εκείνος επαναστάτης της σκηνικής γραφής στο μεταίχμιο του ρομαντισμού και του επαναστατικού εξπρεσιονισμού καταγράφει την αντι-ηρωική οδύσσεια ενός μειωμένης αντίληψης στρατιώτη μέσα στα γρανάζια της στρατιωτικής ιεραρχίας, στα κοινωνικά αδιέξοδα του καιρού και στην ενστικτώδη έως τον φόνο ορμή της σεξουαλικότητας. Ο Στίβενς, χωρίς να αντιγράφει ή να μιμείται, αφηγείται με πυκνές και ωμές σκηνές τις μέρες ενός στρατιώτη που γυρίζει από το Ιράκ και η κοινωνία που τον έστειλε να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της (επενδυμένα με ιδεολογικούς φανφαρονισμούς) τον απορρίπτει, τον συνθλίβει, τον οπλίζει και τον οδηγεί στον αναίτιο φόνο, ως τη μόνη πράξη που έχει για κείνον νόημα υπάρξεως.

Η δόμηση των σκηνών είναι πράγματι ένας παραγωγικός σωρείτης που οδηγεί τον ήρωα, μέσω των συναντήσεων με εμβληματικά πρόσωπα της κοινωνίας που τον συντρίβει, στην τελική αμηχανούσα ενώπιον του συνειδησιακού του χάους απορία του.

Ο αντι-ήρωας του Στίβενς είναι ένας προβληματικός νέος άνθρωπος. Και όμως εκπαιδεύεται από το κυρίαρχο σύστημα να χειρίζεται όπλα, να εξοντώνει ανθρώπους και να υπερασπίζεται «αξίες». Το μόνο εν τέλει που κερδίζει (;) είναι η ζωώδης επιθετικότητα και ο εθισμός στον φόνο. Η Μαργαρίτα Χατζηιωάννου σχεδίασε τα κοστούμια με θεατρικό γούστο και ο σκηνικός χώρος που συνεχώς μετασχηματιζόταν με κινούμενα τελάρα συμβολοποίησε τον άναρχο κοινωνικό μετασχηματισμό, τη ρευστότητα των καταστάσεων και το απροσδόκητο των συνθηκών. Μ΄ αυτά τα τελάρα που κινούσαν με χορευτικές κινήσεις οι ηθοποιοί, η Αγγελική Στελλάτου, μόνιμη συνεργάτις του Θεοδωρόπουλου, χορογράφησε με ειρωνεία αλλά και μηχανιστική τελετουργία την κοινωνική κρεατομηχανή. Ο ταλαντούχος Σταύρος Γασπαράτος έγραψε μουσική-σχόλιο και ο Μπιρμπίλης φώτισε με ευαισθησία αιχμηρή τους χώρους της επίγειας κόλασης. Η μετάφραση του Δ. Κιούση καίρια. Ο Θεοδωρόπουλος δίδαξε και έστησε μια παράσταση συνόλου με αδρές γραμμές, καθαρές στη σαφήνειά τους σχέσεις των προσώπων, μια πικρή ειρωνεία και μια διακριτική απόσταση ώστε να μην τονίσει πράγματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν προκατειλημμένες απόψεις ή ιδεολογικά προτάγματα.

ΙΝFΟ

«Μotortown» στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» (Αντισθένους 7 & Θαρύπου, Νέος Κόσμος, Τηλ.

210.9212.900).

Διεφθαρμένος σοφιστής


Ο Γιώργος Γάλλος στον πρωταγωνιστικό ρόλο (Ντάννυ) πλάθει χαρακτήρα υποκριτικής ανθολογίας. Σύνθεση αξιομνημόνευτη. Η Κατερίνα Λυπηρίδου σκιτσάρισε με ακρίβεια και κυνική ωμότητα τον Μάρλυ. Ο Παναγιώτης Λάρκου ακριβέστατος και πυκνός (Τομ). Ο Τσορτέκης (Πολ) έπλασε με έξοχα υλικά έναν διεφθαρμένο σοφιστή.

Σπάνια χαίρεται κανείς έναν τόσο ώριμο λόγο, εδώ υπονομευμένο αφού πρόκειται για κενολόγο ρητορική καφενόβιου απατεώνα. Η Νατάσα Ζάγκα έπαιξε με γνήσια υλικά το σεξουαλικό ζωάκι, διπλό θύμα. Ο Παντελής Δεντάκης και η Αιμιλία Βάλβη σχεδίασαν και εκτέλεσαν ένα μεγαλοαστικό ακόρεστο διεστραμμένο ζεύγος με όλες τις κυνικές προκαλύψεις. Αλλά ο Ευθύμιος Παπαδημητρίου (Λη) πλάθει μιαν ανεπανάληπτη, εντελέστατη περσόνα αυτιστικού και τρυφερού, αυτοερωτικού και φευγάτου πλάσματος. Πρόκειται για ερμηνευτικό θαύμα. Αυτά τα δύο προβληματικά παιδιά (Ντάννυ και Λη) μπορούν να υποκαταστήσουν στη συνείδησή μας όλες τις πανηγυριώτικες διαδηλώσεις εναντίον των πολέμων για το πετρέλαιο.

Δεν δασκαλεύει


Δεν είναι ένα αριστούργημα γραφής το έργο του Στίβενς. Έχει προσόντα αλλά και περιττά πράγματα και φλυαρίες. Ο αρετή του είναι πως δεν παίρνει θέση, δεν δασκαλεύει, δεν δογματίζει και δεν θεωρητικολογεί. Εκθέτει. Αλλά κακά τα ψέματα, όταν επιλέγεις αυτό από κείνο και τονίζεις ετούτο κι όχι το άλλο, εμμέσως λειτουργείς ως χειραγωγός. Αλλά γιατί όχι. Έχει κάθε δικαίωμα να προβάλει την υποκειμενική του ματιά και ο θεατής να κρίνει και να επιλέγει τη συμφωνία ή την άρνηση.