Πριν από σαράντα επτά σχεδόν χρόνια, στο φύλλο της 1ης Δεκεμβρίου 1960, «ΤΑ ΝΕΑ» αναφέρονταν στο «εντυπωσιακόν γεγονός της παραιτήσεως του υφυπουργού Οικισμού κ. Εμμ. Κεφαλογιάννη ο οποίος εμφανίζεται ως δικηγόρος χωρίς να έχη ποτέ αποκτήση τον τίτλον αυτόν. Εναντίον του κ. Κεφαλογιάννη είχεν εξαπολυθή επίθεσις… διά την υπόθεσιν καλλιεργείας χασίς εις το Ηράκλειον Κρήτης, διά λειτουργίαν παρανόμου ρουλέτας και άλλα σκάνδαλα». Το στέλεχος της κυβέρνησης Καραμανλή, που είχε προκύψει από τις εκλογές του 1958, είχε προβάλει τον ισχυρισμό ότι το χασίς που βρέθηκε στο κτήμα του ήταν αυτοφυές! Την εποχή εκείνη, μια γελοιογραφία του Μποστ στην «Ελευθερία», με τίτλο «Το αφτοφυές», έβγαλε πολύ γέλιο.

Τα χρόνια πέρασαν και σήμερα η κατάσταση στην Κρήτη δεν είναι για γέλια. Αν η «εναλλακτική καλλιέργεια» (για να επαναλάβουμε τον αστεϊσμό του Γιώργου Παπανδρέου) συνιστούσε τότε ένα μάλλον μεμονωμένο περιστατικό, από τη δεκαετία του 1980 παίρνει διαστάσεις μιας συστηματικής και εκτεταμένης έκνομης δραστηριότητας με όλες τις προβλέψιμες παρενέργειες. Διότι, η υπόθεση του Μυλοποτάμου δεν αφορά μόνο τον Μυλοπόταμο. Εκτεταμένη και συστηματική καλλιέργεια χασίς γίνεται σε αρκετές περιοχές της Κρήτης. Το ίδιο μπορεί να ισχύει για μερικές ακόμη περιοχές της υπόλοιπης Ελλάδας. Στον Μυλοπόταμο όμως, όπου εστιάζονται τα φώτα της δημοσιότητας, η δραστηριότητα αυτή και οι παράγωγές της εμφανίζουν όλα τα χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος.

Έχει γίνει φανερό ότι το κύκλωμα περιλαμβάνει όργανα της κρατικής εξουσίας, αστυνομικούς και δικαστικούς, και ότι απολάμβανε πολιτική κάλυψη. Η ευθύνη της Πολιτείας είναι απαράγραπτη: το «παρακράτος» ενδημεί μέσα στο κράτος και το αναπληρώνει στις περιοχές από τις οποίες το τελευταίο επιλέγει να αποσυρθεί.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ορισμένα ΜΜΕ επιχειρούν να παρελκύσουν τη συζήτηση από την αναζήτηση συγκεκριμένων πολιτικών ευθυνών, κατευθύνοντας την προσοχή στους τελευταίους τροχούς της αμάξης του οργανωμένου εγκλήματος και ενοχοποιώντας συλλήβδην τις κοινωνίες του Ρεθύμνου. Είναι, πράγματι, προφανές ότι όλοι οι Ζωνιανοί και περίοικοι γνώριζαν. Θα έπρεπε, όμως, να είναι εξίσου προφανές ότι, υπό τις συνθήκες ισχυρής διαπλοκής του οργανωμένου εγκλήματος, σιωπούσαν γιατί προτιμούσαν τη ζωή τους και των οικείων τους από τον θάνατο. Το πολυπλόκαμο μόρφωμα κράτους- παρακράτους δεν άφηνε

ΟΙ ΤΟΠΙΚΕΣ «ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΙΕΣ»

αποτελούν το άλλοθι της συνέργειας ενός πελατειακού διεφθαρμένου κράτους με τους ευεπίφορους να εγκληματήσουν κατά τόπους πελάτες του

κανένα περιθώριο. Η εύκολη συλλογική καταδίκη συνιστά υποκρισία και ρατσισμό. Εδώ φθάνουμε σε μια άλλη παράμετρο του ζητήματος, που σχετίζεται με την υποτιθέμενη «ιδιαιτερότητα» του οργανωμένου εγκλήματος στην Κρήτη. Είναι ενδιαφέρον ότι καταβάλλεται προσπάθεια από όλες τις πλευρές αυτή η «ιδιαιτερότητα» να συνδεθεί με μια γενικότερη κρητική «ιδιορρυθμία». Άλλωστε, οι ίδιοι οι εγκληματίες σπεύδουν να την επικαλεστούν.

Είναι ανάγκη να βάλουμε τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση: μπορεί να υπάρχουν τοπικές «ιδιορρυθμίες» σχετικές με τη νοοτροπία και την αυτοαντίληψη. Το μεγάλο σφάλμα είναι να θεωρούμε ότι το συγκεκριμένο ζήτημα είναι κοινωνιολογικό και ανθρωπολογικό. Το ζήτημα είναι καθαρά πολιτικό. Οι τοπικές «ιδιορρυθμίες» αποτελούν το άλλοθι της συνέργειας ενός πελατειακού διεφθαρμένου κράτους με τους ευεπίφορους να εγκληματήσουν κατά τόπους πελάτες του. Αντίστοιχα απλή, μεθοδολογικά, είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος, ως απάντηση σε εξίσου απλά ερωτήματα: ισχύουν οι νόμοι του ελληνικού κράτους; Εφαρμόζονται ενιαία σε όλη την ελληνική επικράτεια;

Η διεκδίκηση και η αποδοχή μιας τοπικής «διάκρισης» είναι εξαιρετικά επικίνδυνη όταν αφορά τη σφαίρα του δικαίου. Σε μια εποχή που σαρώνεται από τους ανέμους της παγκοσμιοποίησης, της γενικευμένης επικοινωνίας και της ενοποιημένης οικονομίας, η επίκληση της τοπικής «ιδιαιτερότητας» για την εξαίρεση από την εφαρμογή του εθνικού (και διεθνούς) δικαίου δεν συνιστά επιβίωση των παραδόσεων μιας χαμένης εποχής προφορικής εθιμικότητας, αλλά μετάλλαξή τους σε εγκληματικές πρακτικές.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η συζήτηση για τα συμβαίνοντα στον Μυλοπόταμο συναντά περιστασιακά μιαν άλλη υφέρπουσα συζήτηση περί κρητικής «αυτονομίας». Κυκλοφορεί (έρποντας) η παντελώς αβάσιμη φήμη ότι η Συνθήκη του Λονδίνου (1913) προβλέπει τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την «αυτοδιάθεση» της νήσου σε μια εκατονταετία (2013). Και μόνο το γεγονός ότι η παραπλανητική αυτή φήμη βρίσκει σε ορισμένους κάποια απήχηση είναι αξιοπρόσεχτο: υπάρχουν λίγοι αφελείς και ανόητοι. Υπάρχουν και εκείνοι που αναζητούν και βρίσκουν ένα θεωρητικό προκάλυμμα για την απόκλισή τους από την εθνική νομιμότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί απ΄ αυτούς που εμπλέκονται στις δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος εμφανίζονται ως οπαδοί της «αυτονομίας».

Η συζήτηση αυτή είναι ανάξια περισσότερου λόγου. Όμως το συμπέρασμα στα βασικά ερωτήματα πρέπει να επιβεβαιώνεται έμπρακτα ανά πάσα στιγμή: οι νόμοι του κράτους ισχύουν και εφαρμόζονται ενιαία στην ελληνική επικράτεια. Και τούτο συνιστά, πρωτίστως, ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας της χώρας.