Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες μαλώναμε ποιανού είναι η σειρά να εξαερώσει τα καλοριφέρ.

Φέτος, ελλείψει πετρελαίου, ο καβγάς αναβάλλεται. Ουδέν κακόν αμιγές καλού.

Επιτέλους θα μονιάσουμε, ασχέτως αν ξεπουντιάσουμε. Εκτός κι αν βάλουμε σε ενέργεια ένα εντελώς άχρηστο αξεσουάρ του σπιτιού που δεν είναι άλλο από το αραχνιασμένο τζάκι μας. Χρόνια τώρα του γυρίζω την πλάτη, προσπαθώντας τούτο μονάχα: να μην ακουμπάω στο πρεβάζι του διάφορα μπιμπελό και οικογενειακές φωτογραφίες, μπλιαχ.

Το οικιακό κιτς με έφερνε πάντοτε σε αμηχανία.

Μιλάω για τις συσσωρευμένες facilities, που λόγω μόδας φορτώσαμε τα σπίτια μας μέσα στα χρόνια. Μαζί με τον μινιμαλισμό του τοπικού πλυσίματος, πρώτοι υποχώρησαν οι μπιντέδες αφήνοντας επιτέλους χώρο για το καλάθι με τα άπλυτα. Σχεδόν ταυτόχρονα με τη μόδα του μπιντέ υποχώρησαν και τα εσωτερικά χωρίσματα, με αποτέλεσμα να γίνουμε όλοι ένα μεγάλο καθιστικό με φάτσα φόρα την κουζίνα και τον νεροχύτη. Βέβαια, οι κουρτίνες απορροφούν την τσίκνα το κατά δύναμιν, αλλά όλο και κάτι περισσεύει για τη στόφα του αγαπημένου μου καναπέ. Αυτός είναι άλλωστε το μοναδικό έπιπλο του σπιτιού που «μου κάνει πλάτες» όταν το χρειαστώ. Εκεί κάθομαι, εκεί ξαπλώνω, εκεί τον μισοπαίρνω τα βράδια μπροστά στην τηλεόραση, εκεί διαβάζω, εκεί γράφω, εκεί με συναντώ κι εκεί πραγματικά με βρίσκω.

Διπλώνω προσεκτικά την κουβερτούλα γονάτων που έχω ριγμένη στο μπράτσο του και κάνω χώρο για το λαπ τοπ. Σε λίγο θα γυρίσουν σπίτι και οι υπόλοιποι. Μόλις που προλαβαίνω να κατοχυρώσω τον ζωτικό μου χώρο.