Όπως συχνά τόνιζε ο Φρόυντ, το κεντρικό γνώρισμα των ονείρων στα οποία ο ονειρευόμενος εμφανίζεται γυμνός μπροστά στο πλήθος είναι το τρελό και παράξενο γεγονός ότι κανένας δεν ενδιαφέρεται για τη γύμνια του: ο κόσμος περνά απλώς μπροστά του σαν να ήτανε όλα τα πράγματα απολύτως φυσιολογικά!

Έκανα αυτή την ανορθόδοξη φροϋδική εισαγωγή για τις σφοδρές αντιδράσεις που ξεσηκώθηκαν από την άκαιρη γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σε σχέση με τη δυνατότητα ηλεκτρονικής παρακολούθησης των δημόσιων συγκεντρώσεων, γιατί φοβάμαι ότι πέραν των νομικών προβλημάτων υπάρχει και μια άλλη εφιαλτική παράμετρος.

Δηλαδή ότι η κοινωνία εξοικειώνεται σιγά σιγά με αυτές τις επικίνδυνες συλλογιστικές και αρχίζει να πιστεύει απελπισμένα ότι μόνο με τις κάμερες (ή τα άλλα ακραία μέσα) μπορούν να απομονωθούν αποτελεσματικά οι μειοψηφικές ομάδες των εξαχρειωμένων κουκουλοφόρων ή των πραγματικών τρομοκρατών, που πιστεύουν ακατανόητα στο «δημιουργικό(!) πάθος της καταστροφής».

Υπάρχει μάλιστα και μια διεθνής κοινωνική τάση, η οποία καταδεικνύει δυστυχώς ότι πολλοί φοβισμένοι άνθρωποι εθίζονται να ζουν υπό την προστατευτική ομπρέλα του «Μεγάλου Αδελφού»! Τι εννοώ;

Όπως αποκαλύφθηκε από μια πρόσφατη ανατριχιαστική δημοσκόπηση τα 2/3 των Βρετανών υπηκόων επιθυμούν- διεστραμμέναπερισσότερες κάμερες (ενώ έχουν ήδη 5.000.000) και ένα σκληρότερο νόμο, ο οποίος θα υποχρεώνει όλους τους πολίτες να καταθέτουν το DΝΑ τους σε βάσεις δεδομένων!

Και όλες αυτές οι διεργασίες κυοφορούνται μέσα στο παγκόσμιο κοινωνικό σώμα, παρά το γεγονός ότι τα επίσημα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι τέτοια αυταρχικά μέτρα δεν οδηγούν ούτε στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας ούτε στη μείωση της εγκληματικότητας, όπως ομολογεί αμήχανα και το έγκυρο συντηρητικό περιοδικό «Εconomist» («Learning to live with the Βig Βrother», 27/9/2007)!

Εν όψει όλων αυτών θα ήταν δικαιοπολιτικά συνετό ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να ανοίγει πιο προσεκτικά αυτές τις συζητήσεις, γιατί διαφορετικά διαβρώνεται ακατανόητα

Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΑΣ

δεν πρέπει να πιστέψει ότι με τον ακρωτηριασμό των συνταγματικών μας δικαιωμάτων θα τιμωρηθούν οι κουκουλοφόροι

η «πίστη» των πολιτών στην αναγκαιότητα ύπαρξης κάποιων νευραλγικών ατομικών δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα της ιδιωτικότητας (τα οποία αναγνωρίστηκαν ουσιαστικά μετά τη φοβερή εμπειρία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου).

Μάλιστα στο σημείο αυτό θα ήθελα να εντοπίσω και ορισμένα δικονομικά προβλήματα, τα οποία μπορούν κάλλιστα να ανακύψουν κατά την εφαρμογή της παραπάνω μη δεσμευτικής γνωμοδότησης. Έτσι η εισαγγελική άποψη αρχίζει καταρχήν από τη θεωρητικά ορθή θέση ότι οι διαδηλώσεις θα μπορούν να βιντεοσκοπούνται από τη στιγμή κατά την οποία διαπράττονται αυτόφωρα κακουργήματα ή πλημμελήματα.

Αλλά ειλικρινά ποιος μπορεί να μας βεβαιώσει ότι οι αστυνομικοί δεν θα αρχίζουν «το τηλεοπτικό τράβηγμα» από την έναρξη της συγκέντρωσης (και άρα ποιος μπορεί να μας πιστοποιήσει ότι δεν θα έχουμε να κάνουμε με ένα οργιώδες ηλεκτρονικό φακέλωμα που θα ακρωτηριάζει πολλά συνταγματικά δικαιώματα);

Όμως αν συμβεί κάτι τέτοιο τότε θα έχουμε εμφανή σύγκρουση και με μία άλλη βασική δικονομική αρχή, η οποία μας λέει ότι όσο βαρύτερα ένα δικονομικό μέτρο πλήττει τις ατομικές ελευθερίες κάποιου προσώπου τόσο περισσότερες ενδείξεις ενοχής πρέπει να υπάρχουν εναντίον του.

Ωστόσο είναι εξωφρενικά αδύνατο και οι πέντε ή δέκα χιλιάδες που συμμετέχουν σε μια διαδήλωση να είναι εξ υπαρχής ύποπτοι τέλεσης αξιόποινων πράξεων (και άρα δεν μπορεί να υιοθετείται μια παρόμοια φιλοσοφία σαν αυτή που οδήγησε στη σύλληψη 5.000 μουσουλμάνων μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Νέα Υόρκη, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή ήταν απλώς μουσουλμάνοι)!

Επομένως με τέτοιες αβάσιμες κοινωνικοπολιτικές προσεγγίσεις διαβρώνουμε την ευρωπαϊκή νομική κουλτούρα, αφού δεν είναι δυνατό κάθε διαδηλωτής να θεωρείται a priori επικίνδυνος.

Ποιο είναι το συμπέρασμα; Η κοινωνία μας δεν πρέπει να πιστέψει ότι με τον ακρωτηριασμό των συνταγματικών μας δικαιωμάτων θα τιμωρηθούν οι κουκουλοφόροι (ιδίως όταν δεν υπάρχει η πολιτική βούληση για να απομονωθούν οι άνθρωποι τούτοι). Και αυτό δεν το κατανοεί η γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία μας δίνει την αίσθηση «ότι πρέπει να ζούμε μονίμως σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης» (Τ. Ίγκλετον)!

Ο Γρηγόρης Καλφέλης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ.