Κ απνιστές που υφίστανται ζημιά σ΄ ένα συγκεκριμένο τμήμα του εγκεφάλου τους μπορούν να κόψουν το κάπνισμα γρήγορα και εύκολα χωρίς να αισθάνονται επιθυμία για τσιγάρο, σύμφωνα με μια έρευνα η οποία υπόσχεται νέες προσεγγίσεις στην αντιμετώπιση του εθισμού στη νικοτίνη. Η έρευνα, η οποία έγινε μεταξύ καπνιστών που υπέστησαν εγκεφαλικά επεισόδια, έδειξε ότι η λεγόμενη νήσος του εγκεφάλου ή νήσος του Ράιλ (μια τριγωνική περιοχή του εγκεφαλικού φλοιού κοντά στο αυτί) έχει στενή σχέση με τον εθισμό τους, πράγμα που σημαίνει πως οι ειδικοί μπορούν να στραφούν σ΄ αυτή για να βοηθήσουν ανθρώπους να κόψουν το κάπνισμα. Ασθενείς που υπέστησαν εγκεφαλικά που τους προκάλεσαν ζημιά στη νήσο του εγκεφάλου, η οποία πιστεύεται ότι έχει σχέση με τα αισθήματα και τις επιθυμίες, έπαψαν να αισθάνονται την ανάγκη να καπνίσουν και πολλοί έκτοτε δεν έπιασαν ποτέ στο χέρι τους τσιγάρο.

Ο εθισμός. Τα ευρήματα φανερώνουν πως υπάρχει δυνατότητα να βοηθηθούν καπνιστές να κόψουν το κάπνισμα με τη χειραγώγηση της νήσου του εγκεφάλου ώστε να εξαφανιστεί ο εθισμός τους, χωρίς να προκληθεί η εκτεταμένη εγκεφαλική βλάβη που προκαλεί ένα εγκεφαλικό. Φάρμακα θα μπορούσαν να ανακαλυφθούν για να αλλάξουν τη δραστηριότητά της ή να χρησιμοποιηθούν μαγνητικά πεδία. Μια άλλη τεχνική, η αποκαλούμενη βαθιά εγκεφαλική διέγερση, στο πλαίσιο της οποίας ηλεκτρόδια εμφυτεύονται στον εγκέφαλο για να διακόψουν τη λειτουργία συγκεκριμένων περιοχών του, έχει ήδη χρησιμοποιηθεί με επιτυχία για την αντιμετώπιση της νόσου του Πάρκινσον και της κατάθλιψης.

Η νήσος του εγκεφάλου ή νήσος του Ράιλ βρίσκεται στο κέντρο του εγκεφάλου και πιστεύεται ότι μεταφράζει πληροφορίες από άλλα μέρη του σώματος σε αισθήματα όπως η πείνα, ο πόνος ή η επιθυμία για ένα ναρκωτικό. «Η νήσος του εγκεφάλου επιτελεί πολλές φυσιολογικές καθημερινές λειτουργίες, γι΄ αυτό θέλουμε να εξασφαλίσουμε ότι επεμβαίνουμε μόνο σε λειτουργίες που σχετίζονται με κακές συνήθειες όπως το κάπνισμα, αλλά όχι με κάτι ζωτικό όπως η επιθυμία για φαγητό», λέει ο Αντουάν Μπετσάρα του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας (USC) και του Πανεπιστημίου της Άιοβα, ο οποίος ήταν επικεφαλής της έρευνας που δημοσιεύτηκε χθες στην επιθεώρηση «Science».