Η διαθήκη του Πλωρίτη


Διάβαζα στο πρόγραμμα τού «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» το σημείωμα- κριτική του Μάριου Πλωρίτη στην «Ελευθερία» του ΄47, όταν το έργο πρωτοανέβηκε στην Αθήνα από τον Κάρολο Κουν. Και θαύμασα για άλλη μια φορά την ενάργεια, τη διεισδυτικότητα, την ψυχραιμία, το καθαρό μυαλό, την καθαρή γλώσσα του ανθρώπου αυτού. Του διανοούμενου που ποτέ δεν ξέχασε τον απλό άνθρωπο. Και που κατάφερνε πρώτα σ΄ αυτόν να απευθύνεται, να του εξηγεί, να τον βάζει στο παιχνίδι αλλά και στην ουσία του θεάτρου χωρίς να κορδακίζεται θεοποιώντας το ύφος αλλά και χωρίς- ποτέ!- να λαϊκίσει. Μια ισορροπία θαυμαστή που από τους προκατόχους του μόνο στα κείμενα του Άγγελου Τ ερζάκη- άλλος έξοχος αλλά και απόλυτα διακριτικός- βρίσκω. Τα κείμενα του Μάριου Πλωρίτη- πέρα από τις μεταφράσεις του- θα είναι πάντα κοντά μας, να μας πλουτίζουν και να αναπληρώνουν τη φυσική απουσία του. Και τα βιβλία του, με κορυφαίο το πιο πρόσφατο «Ο πολιτικός Σαίξπηρ» (Εκδόσεις Καστανιώτη), έργο στο οποίο έσμιξε τις δυο του μεγάλες αγάπες, το θέατρο και την πολιτική, και που φοβάμαι πως δεν έχει ακόμα εκτιμηθεί όσο και όπως του πρέπει, θα συνεχίσουν να μας στυλώνουν και να μας ατσαλώνουν μπροστά στο περιρρέον τίποτα και στην εκχυλίζουσα χυδαιότητα. Για πάντα. Είναι αυτά που άφησε σε όλους μας- η διαθήκη του.

Συγχαρητήρια αντί συλλυπητηρίων


Μνημείο εγκατάλειψης το κτίριο του Ελληνικού Ωδείου στην οδό Φειδίου 3, απασχολεί επί δεκαετίες τους αρμοδίους και τον Τύπο με την κατάντια του. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα αυστηρά νεοκλασικά κτίρια της Αθήναςκτίσθηκε το 1840, επί Όθωνα- και από τα ελάχιστα κτίρια εκείνης της περιόδου που απομένουν. Δεν είναι η πρώτη φορά που το υπουργείο Πολιτισμού εκφράζει δημόσια τη βούλησή του να απαλλοτριώσει, σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου Νεώτερων Μνημείων, το εγκαταλελειμμένο κτίριο, να το αποκαταστήσει και να το παραχωρήσει για πολιτιστική χρήση. Η απόφαση ανακοινώθηκε επισήμως και από τον υπουργό Πολιτισμού κ. Βουλγαράκη και ο πρέσβης της Αυστρίας τον συνεχάρη, διότι το κτίριο αυτό, που υπήρχε πριν ακόμη χτιστεί το Πανεπιστήμιο, ήταν κάποτε κατοικία του πρέσβη της Αυστρίας και σχεδιάστηκε από τον Βιεννέζο αρχιτέκτονα Καρλ Ρέσνερ. Α ν δεν ληφθούν αμέσως μέτρα, πολύ φοβούμαι ότι σε λίγο θα καταρρεύσει και αντί για συγχαρητήρια θα δεχόμαστε συλλυπητήρια.

Στα βήματα του Σκαλκώτα


Ένα από τα πλήρη χειρόγραφα των 36 ελληνικών χορών του Νίκου Σκαλκώτα φυλάσσεται και εκτίθεται στο Μουσείο Μπενάκη, το οποίο και είχε αναθέσει- για την ακρίβεια ο Άγγελος Δεληβορριάς-, με μια παρεμβατική ματιά στα ελληνικά μουσικά πράγματα, τη σύνθεση ενός νέου μεγάλου συμφωνικού έργου βασισμένου σε ελληνικούς χορούς στον συνθέτη Φίλιππο Τσαλαχούρη- ο οποίος στα 38 χρόνια του παρουσιάζει αξιόλογο σε γκάμα και ποιότητα έργο. Στόχος είναι- περίπου εβδομήντα χρόνια από τη δημιουργία του Σκαλκώτα- η ανάδειξη και πάλι των παραδοσιακών θεμάτων, του μουσικού πλούτου που ώς έναν βαθμό μένει ανεκμετάλλευτος. Τ ο έργο παραδόθηκε. Απαιτείται μεγάλη συμφωνική ορχήστρα και μεικτή χορωδία, ενώ η συνολική του διάρκεια είναι περίπου 70 λεπτά. Αν αφήσουμε κατά μέρος τον κάπως εξεζητημένο τίτλο («24 Ελληνικοί Χοροί για το Μουσείο Μπενάκη») το έργο αναδεικνύει χορούς από όλη την Ελλάδα, τον ευρύτερο χώρο όπου έδρασαν Έλληνες , ακόμη και λαϊκούς χορούς (ζεϊμπέκικος , συρτοχασάπικος). Αλλά και τον «Χατζιδακικό χορό» όπως και τον «Χορό των θεριστών» που είναι εμπνευσμένος από ένα μινωικό αγγείο. Αποτελεί δηλαδή μία προσφορά αντάξια του Μουσείου Μπενάκη και της σημαντικής πολιτιστικής παρουσίας του στην Αθήνα.