1.Η Παιδεία αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα της κοινωνίας και της Πολιτείας. Είναι αλήθεια, ιδίως για μια χώρα σαν την Ελλάδα, στην οποία α) η υποχώρηση του επιπέδου της παρεχόμενης εκπαίδευσης είναι πανθομολογούμενη, μετρήσιμη και διαρκής, β) το βασικό εθνικό της κεφάλαιο είναι οι άνθρωποι, που κυρίως με την εκπαίδευση βελτιώνονται και αποδίδουν. Όμως αυτή η αλήθεια συχνά και από πολλούς παραμερίζεται, αφού την ώρα της πράξης, δηλαδή της απόφασης περί προτεραιοτήτων, της κατανομής χρημάτων, της λήψης μέτρων, της επιλογής υπευθύνων προσώπων, η Παιδεία αντιμετωπίζεται σαν φτωχός πολιτειακός συγγενής.

2.Η ανώτατη εκπαίδευση είναι κρίσιμος αλλά ούτε καν ο πιο σημαντικός κρίκος στην εκπαιδευτική αλυσίδα. Η ανώτατη εκπαίδευση πατάει πάνω στη βασική και τη μέση, υποδέχεται και διαμορφώνει τους φοιτητές με τα εφόδια που οι δύο πρώτες βαθμίδες τούς είχαν δώσει ή στερήσει. Η παθογένεια της ελληνικής εκπαίδευσης έχει κυρίως να κάνει με τη νοοτροπία (μάθηση και όχι γνώση), τη μέθοδο (αποστήθιση αντί δημιουργικότητας), τη στόχευση (εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο και όχι απόκτηση εφοδίων για την καταλληλότερη επιλογή), στοιχεία που όλα εμποτίζουν τους νέους από το Δημοτικό, το Γυμνάσιο και το Λύκειο και τους ακολουθούν απλώς στο Πανεπιστήμιο. Η όποια ουσιαστική μεταρρύθμιση, συνεπώς, δεν πρέπει ν΄ αρχίσει αλλά μόνο να ολοκληρωθεί με την ανώτατη εκπαίδευση.

3.Στο εσωτερικό της πανεπιστημιακής μεταρρύθμισης, η αλλαγή της νομικής φύσης των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (το άρθρο 16 όπως τώρα συζητείται) είναι δευτερεύουσας σημασίας παρέμβαση, αν όχι παρωνυχίδα. Κανένα από τα βασικά προβλήματα της ανώτατης εκπαίδευσηςη αυτοδιοίκηση, οι υποδομές, η χρηματοδότηση, η αξιολόγηση, το πνεύμα διδασκαλίας και η υποδοχή της μάθησης, η παρακολούθηση

ΣΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ

της δυνατότητας ίδρυσης πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, η άρνηση οποιασδήποτε αλλαγής είναι συντηρητική και αντιπαραγωγική στάση

των διεθνών εξελίξεων, η προαγωγή νησίδων αριστείας- δεν απαιτεί συνταγματική μεταρρύθμιση για ν΄ αρχίσει να βελτιώνεται, ούτε θα βελτιωθεί αυτομάτως αν ευοδωθεί η προτεινόμενη, ή και κάθε άλλη, συνταγματική μεταρρύθμιση.

4.Στο ειδικό θέμα της δυνατότητας ίδρυσης πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, η άρνηση οποιασδήποτε αλλαγής είναι συντηρητική και αντιπαραγωγική στάση. Δεν νοείται υπεράσπιση «κεκτημένου» που λειτουργεί τόσο προβληματικά. Ούτε φόβος απέναντι στην υπό προϋποθέσεις και έλεγχο διάνοιξη και άλλων διεξόδων για την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης. Ούτε είναι ακριβές να λέγεται ότι η δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών μη κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων κάμπτει την αντιμετώπιση της ανώτατης εκπαίδευσης από την Πολιτεία ως δημοσίου αγαθού, μιας και τα δημόσια Πανεπιστήμια θα συνεχίσουν να είναι ο κανόνας και προσιτά στον καθένα. Ούτε νοείται (και γι΄ αυτό πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει), ειδικά στο πεδίο της εκπαίδευσης, απαγόρευση (το είχε πει, ήδη από το 1910, ο Βενιζέλος- ο Ελευθέριος φυσικά). 5.Για την όποια αλλαγή δεν μπορεί να μη λαμβάνονται υπόψη η φύση και οι κανόνες της διαδικασίας υλοποίησής της, δηλαδή εν προκειμένω της συνταγματικής αναθεώρησης. Η συνταγματική αναθεώρηση έχει μια μείζονα διπλή ιδιοτυπία: εξελίσσεται σε δύο φάσεις (και σε δύο Βουλές), στο μέσο των οποίων παρεμβάλλονται εκλογές, απαιτεί δε τη συγκέντρωση, είτε στην πρώτη είτε στη δεύτερη φάση, υπερκομματικής πλειοψηφίας 180 βουλευτών. Σε ζητήματα κρίσιμης σημασίας, όπως η Παιδεία, είναι αυτονόητο ότι αυτή η πλειοψηφία είναι πολύ ασφαλέστερο αλλά και πολύ δημοκρατικότερο να διαμορφώνεται στη δεύτερη Βουλή, η οποία θα καθορίσει το περιεχόμενο της αναθεωρούμενης διάταξης – δηλαδή, στην περίπτωσή μας, τις εγγυήσεις για να είναι τα νέου τύπου Πανεπιστήμια πράγματι μη κερδοσκοπικά, υψηλών προδιαγραφών και υπό τον έλεγχο του κράτους. Ειδικά για το ΠΑΣΟΚ, μια τέτοια στάση όχι μόνο δεν αναιρεί τη θέση αρχής του (αφού το άρθρο 16 θα αναθεωρηθεί με τις ψήφους του) αλλά είναι και η μόνη που εξασφαλίζει συγκαθορισμό και από τα δύο μεγάλα κόμματα και όχι αποκλειστικά από την επόμενη κυβέρνηση, όποια και να είναι αυτή.

Ο συνταγματολόγος Κ. Μποτόπουλος είναι μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ