Το πρώτο ντέρμπι της χρονιάς απέδειξε αυτό που όλοι φοβόμασταν: το Πρωτάθλημα

της Σούπερ Λίγκας είναι σούπερ μόνο στον τίτλο, κατά τα άλλα έχει τόση σχέση

με την ομορφιά όση μια τηλεταινία με την τέχνη. Αντιαισθητικό, να τι είναι

πάνω απ’ όλα το πρωτάθλημα, στον βαθμό που το εκπροσωπούν παιχνίδια σαν το

σαββατιάτικο – και πώς να μη θεωρήσουμε ότι το εκπροσωπούν, όταν βρίσκονται

αντιμέτωπες δύο από τις παραδοσιακές μεγάλες δυνάμεις του ποδοσφαίρου μας;

Παιχνίδι μιάμισης φάσης (με ούτε καν το μοναδικό γκολ να προέρχεται από

πραγματική φάση), μεταξύ δυο κακών ομάδων, με μια κάκιστη διαιτησία, με

«φιλάθλους» που ραίνουν με όλο το νοικοκυριό τους τούς φιλοξενούμενους σε κάθε

κόρνερ, με τον χρόνο να μην περνάει με τίποτα και τον νικητή να μην κατακτά

την παραμικρή δόξα. Πίκρα στην τηλεόραση, πίκρα με βροχή στο γήπεδο. Λες κι οι

θεοί βάλθηκαν να γελοιοποιήσουν την προσπάθεια όσων αποφάσισαν να αναγεννήσουν

το ελληνικό ποδόσφαιρο με τεχνητή αναπνοή.

Η ηττοπάθεια της ΑΕΚ μπορεί να μην αναμενόταν σε τέτοιο βαθμό από τους φίλους

της, η τραγική κατάσταση του Ολυμπιακού σοκάρει ωστόσο όλο το φίλαθλο κοινό.

Χτισμένος με όνειρα πορείας στην Ευρώπη, ο μόνιμος πρωταθλητής κυριολεκτικά

δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του μέχρι στιγμής. Η δικαιολογία της απουσίας του

Ριβάλντο στο ντέρμπι δεν μπορεί να αποτελέσει φύλλο συκής, όπως η διαιτησία

δεν αποτελεί δικαιολογία για την αδυναμία της αντιπάλου του να δημιουργήσει

τον παραμικρό κίνδυνο σε όλο το ημίχρονο που έπαιζε με αριθμητική υπεροχή. Ο

Ολυμπιακός είχε τουλάχιστον πίστη στη νίκη κι αυτό είναι το πρόβλημά του:

παίζει, χρόνια τώρα, χωρίς αντίπαλο στο Πρωτάθλημα, με αποτέλεσμα να μην είναι

ανταγωνιστικός, λόγω έλλειψης παραστάσεων, στον κύριο στόχο του, την Ευρώπη –

η προχτεσινή του εμφάνιση είναι ίσως προάγγελος διασυρμού στην Ουκρανία την

Τετάρτη. Η ΑΕΚ, πέραν της διαχρονικής της έλλειψης αυτοπεποίθησης, μας

προσφέρει φέτος το αίνιγμα Φερέρ, ενός προπονητή με περγαμηνές και εμφάνιση

καθηγητή αλλά με επιλογές και δουλειά απόλυτου ερασιτέχνη – όσο κι αν η

απίστευτη αστοχία των παικτών του βαρύνει κυρίως τους ίδιους.

Μπροστά σε μια τέτοια θλιβερή αγωνιστική εικόνα, αποκτούν ακόμη πιο

κωμικοτραγικές διαστάσεις όλα όσα μεγαλόφωνα λαμβάνουν χώρο φέτος εκτός

γηπέδων. Τα παχιά λόγια περί νέας αρχής. Οι «επαγγελματίες», μέσα σε μια

νύχτα, παράγοντες. Τα χρυσοπληρωμένα από το κρατικό κυρίως κανάλι τηλεοπτικά

δικαιώματα. Ο πόλεμος δηλώσεων στις αθλητικές εφημερίδες όλη την εβδομάδα. Η

σύμπτωση της διεξαγωγής του τελικού του Τσάμπιονς Λιγκ στη Αθήνα. Το ατέλειωτο

τρίωρο μιας «Αθλητικής Κυριακής» που, αντί να εκμεταλλευθεί το αναγκαστικό της

μονοπώλιο, αποτελειώνει τα νεύρα και του πιο ανθεκτικού θεατή μέσα σε έναν

πολτό φλυαρίας και ανίας. Αντί για ανανέωση, μασκάρεμα. Αντί για θέαμα,

κουτσομπολιό. Αντί για μπάλα, μπλα μπλα περί μπάλας. Αντί για αθλητικές χαρές,

κατρακύλα στην ευρωπαϊκή κατάταξη. Ποτέ άλλοτε μετά τη χούντα το ελληνικό

ποδόσφαιρο δεν είχε, ακόμα και για μας που το αγαπάμε, τέτοια γεύση «οπίου του

λαού».

Και μέσα σ’ όλα ετοιμάζει τις πράσινες βαλίτσες του κι ο Μπάγιεβιτς. Τον

ενημέρωσε άραγε κανείς πώς κατάντησε ο τόπος που κάποτε αισθανόταν δικό του;