Κλείνουν θέσεις στα Βαλκάνια οι ελληνικές τράπεζες. Μέσα στους επόμενους

μήνες, και με την ολοκλήρωση των εξαγορών στη Ρουμανία, τη Σερβία και την

Τουρκία ξεκαθαρίζει το τοπίο της επέκτασης στις γειτονικές χώρες, όπου, πλέον,

τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν εξασφαλίσει ένα αξιοσέβαστο

μερίδιο αγοράς. Το επόμενο «στοίχημα» είναι να μετουσιώσουν την παρουσία τους

σε έσοδα μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Βρίσκονται, όμως, αντιμέτωπες με τις

μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά και με τα προβλήματα που έχουν οι

οικονομίες των γειτονικών χωρών.

Τα «ανοικτά μέτωπα»

Η Ρουμανία, η Σερβία και η Τουρκία είναι οι τρεις εστίες ενδιαφέροντος για τις

τράπεζες, αλλά και τα σημεία στα οποία κυοφορούνται οι βασικές εξελίξεις.

Μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου αναμένεται να ξεκαθαρίσει η κατάσταση στη Ρουμανία,

με την ολοκλήρωση και της τελευταίας μεγάλης ιδιωτικοποίησης χρηματοπιστωτικού

ιδρύματος. Πρόκειται για το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο της χώρας (CEC) την

απόκτηση του οποίου διεκδικεί η Εθνική Τράπεζα μαζί με την Ουγγρική ΟΤΡ. Οι

δύο τράπεζες έχουν ήδη καταθέσει προσφορές, το ύψος των οποίων εκτιμάται

ανάμεσα στα 500 και τα 600 εκατ. ευρώ και ο τελικός νικητής αναμένεται να

αναδειχθεί μέχρι το τέλος του μήνα. Παράλληλα, πρόσφατα η ATEBank ολοκλήρωσε

την εξαγορά της επίσης ρουμανικής Mindbank, επιχειρώντας να τοποθετηθεί και

αυτή στη ραγδαία αναπτυσσόμενη γειτονική χώρα.

Στην Τουρκία, μετά την Εθνική, την Eurobank και τη Novabank, την προοπτική

εισόδου βολιδοσκοπούν και άλλες ελληνικές τράπεζες. Το μέγεθος της αγοράς, οι

προοπτικές ανάπτυξης και η γεωγραφική εγγύτητα είναι το τρίπτυχο που προκαλεί

το ελληνοτουρκικό «φλερτ», ενώ εξελίξεις αναμένονται ακόμα και μέσα στους

επόμενους μήνες.

Τέλος στη Σερβία εξελίξεις αναμένονται από την Εθνική Τράπεζα, που στα μέσα

Σεπτεμβρίου αναμένεται να ανακοινώσει την ολοκλήρωση της εξαγοράς της

Vojvodjanska Banka έναντι περίπου 410 εκατ. ευρώ.

Επί σερβικού εδάφους έγινε και η πρώτη κίνηση της Credit Agricole, μετά την

απόκτηση της Εμπορικής και του δικτύου της στα Βαλκάνια. Συγκεκριμένα, η

γαλλική τράπεζα κατέθεσε δημόσια πρόταση για την απόκτηση του 29% της σερβικής

Meridian Banka, στην οποία ήδη από το Μάιο του 2005 κατέχει το 71%. Όπως

αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, η είσοδος της Credit Agricole στη βαλκανική αγορά

αλλάζει τα δεδομένα του παιχνιδιού, καθώς με την εξαγορά της Εμπορικής η

γαλλική τράπεζα βρήκε έτοιμο δίκτυο καταστημάτων σε Αλβανία, Βουλγαρία και

Ρουμανία.

Το μεγάλο «στοίχημα»

Το μεγάλο «στοίχημα» όμως των Ελλήνων τραπεζιτών, που στην πλειονότητά τους

έχουν «κτίσει» την παρουσία τους στις γειτονικές χώρες, είναι πλέον να κάνουν

τις δραστηριότητές τους κερδοφόρες. Στόχος τους είναι, μέχρι το τέλος της

δεκαετίας, τα κέρδη τους από τις εκτός Ελλάδος δραστηριότητες να έχουν

τουλάχιστον διπλασιαστεί σε σχέση με σήμερα, ενώ ειδικά η Εθνική – μετά την

εξαγορά της Finansbank – βασίζει ένα μεγάλο μέρος της ανάπτυξής της στην

Τουρκία.

Εντούτοις, στην προσπάθειά τους αυτή καλούνται να υπερπηδήσουν τρία βασικά

εμπόδια: τον έντονο ανταγωνισμό, την έλλειψη στελεχών αλλά και το ασταθές

επιχειρηματικό τοπίο των γειτονικών χωρών.

Στο πρώτο μέτωπο, όχι μόνο καλούνται να ανταγωνιστούν τις υπόλοιπες ελληνικές

τράπεζες, που διεκδικούν μερίδιο στις συγκεκριμένες χώρες, αλλά και

ευρωπαϊκούς τραπεζικούς κολοσσούς που αναζητούν στα Βαλκάνια διόδους

ανάπτυξης. Οι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές μάλιστα, λόγω του μεγέθους τους, μπορούν

να «αγοράσουν» το χρήμα φθηνότερα στη διατραπεζική αγορά, ενώ παράλληλα είναι

διατεθειμένες να δώσουν «γη και ύδωρ» προκειμένου να αναπτυχθούν στα Βαλκάνια,

αφού το τραπεζικό σύστημα στις χώρες τους είναι προ πολλού κορεσμένο.

Εντούτοις, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, οι ελληνικές τράπεζες αντιτάσσουν

το πλεονέκτημα της εγγύτητας και κατά συνέπεια της καλύτερης γνώσης των

συγκεκριμένων αγορών, ενώ παράλληλα έρχονται με «προίκα» τις εκατοντάδες

ελληνικές μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις με παρουσία στα Βαλκάνια.

Μεγαλύτερο «αγκάθι» είναι σύμφωνα με Έλληνες τραπεζίτες η απουσία έμπειρων

στελεχών στις βαλκανικές χώρες. Το πρόβλημα εντείνεται από το γεγονός ότι στην

ίδια χώρα προσωπικό αναζητούν ταυτόχρονα δύο ή και τρεις τράπεζες, γεγονός που

συχνά αυξάνει το κόστος μισθοδοσίας των εργαζομένων.

Ο τρίτος και μεγαλύτερος κίνδυνος που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές

τράπεζες είναι η αστάθεια των συγκεκριμένων αγορών. Όπως αναφέρει

χαρακτηριστικά τραπεζίτης «πριν από τρία ή πέντε χρόνια το τραπεζικό τοπίο

στις βαλκανικές χώρες έμοιαζε με την Ελλάδα του 1960. Σήμερα, η εικόνα είναι

αντίστοιχη με αυτή της τραπεζικής αγοράς στη χώρα μας τη δεκαετία του 1980».

Αυτό σημαίνει πως οι αγορές αυτές είναι ακόμα αναπτυσσόμενες και ελκυστικές,

αλλά πλέον τα χρονικά περιθώρια για την ανάπτυξη του δικτύου στενεύουν.

Παράλληλα, όπως αναφέρουν αναλυτές της Eurobank, οι χώρες της Νοτιοανατολικής

Ευρώπης έχουν πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ενώ οι τοπικές τράπεζες έχουν

εξυγιανθεί και είναι πλέον σε θέση να ανταποκριθούν στην υψηλή ζήτηση για

δανεισμό τόσο από τις επιχειρήσεις όσο και από τα νοικοκυριά. Εντούτοις οι

ίδιοι αναλυτές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς η ραγδαία ανάπτυξη των

δανείων οδηγεί σε συνεχόμενη αύξηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Παράλληλα, μεγάλο μέρος της πιστωτικής επέκτασης γίνεται με δάνεια σε

συνάλλαγμα, εκθέτοντας τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά σε ουσιαστικό

συναλλαγματικό κίνδυνο, σε περίπτωση διολίσθησης ή υποτίμησης των τοπικών

νομισμάτων έναντι του δολαρίου ή του ευρώ.

Σκληρή μάχη και στην Αίγυπτο

Εκτός των Βαλκανίων, αλλά παραμένοντας στη λεκάνη της Μεσογείου, το ενδιαφέρον

των τραπεζιτών στρέφεται νοτιότερα, επί αιγυπτιακού εδάφους. Εκεί, το

τελευταίο διάστημα δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ελληνικής

«παροικίας».

Ήδη η Τράπεζα Πειραιώς δραστηριοποιείται στη χώρα, η Εθνική έχει υποκατάστημα,

ενώ δεν αποκλείεται και η Eurobank να αποκτήσει παρουσία, αν τελικά

επικρατήσει στον διαγωνισμό για την ιδιωτικοποίηση της Bank of Alexandria.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική τράπεζα σχεδιάζει να καταθέσει πρόταση για

την απόκτηση της αιγυπτιακής τράπεζας, και θα βρεθεί αντιμέτωπη με τουλάχιστον

τρεις Ευρωπαίους ανταγωνιστές. Εξελίξεις αναμένονται εντός του Σεπτεμβρίου,

ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Εθνική Τράπεζα, που αρχικά είχε δείξει και

αυτή ενδιαφέρον, έκανε τελικά πίσω προτιμώντας να επικεντρωθεί στα σχέδιά της

στην Τουρκία, τη Ρουμανία και τη Σερβία.