Ως γνήσιο παιδί της πόλης, είμαι πιο εξοικειωμένη (ας πούμε) με την

αποπνιχτική μυρωδιά μιας εξάτμισης λεωφορείου παρά με έναν έναστρο ουρανό όπου

χάνεται η αίσθηση των ορίων και της αυτονόητης βεβαιότητας του ότι ό,τι βλέπω

είναι εκεί. Αυτό το τελευταίο είναι σοβαρό… Για να κοιτάξεις εκεί πάνω και

να αισθανθείς καλά, πρέπει να είσαι και λίγο ποιητής, ή λίγο Πίτερ Παν ή και

τα δύο μαζί – που είναι ο καλύτερος συνδυασμός.

Και μόνον η σκέψη τού ότι πολλά από τα «στρας» που βλέπεις να λαμπυρίζουν με

ένταση… μπριγιάν έχουν ήδη σβήσει (γιατί η πληροφορία χρειάζεται έτη φωτός

να φτάσει στη γη) και ότι τα μάτια σου – που εσύ θεωρείς τον μεγαλύτερο

σύμμαχό σου στην αλήθεια – σε παραπλανούν μπροστά στα… μάτια σου, είναι κάτι

πέραν της λογικής σου. «Το βλέπω», λες, νάτο, το τρίτο αριστερά είναι – αλλά

δεν είναι πια, και το ξέρεις, το ξέρεις γιατί το έχει πει η επιστήμη, αλλά την

επιστήμη δεν μπορείς να την χωνέψεις εύκολα.

Ένας ποιητής/επιστήμονας και ταυτόχρονα μέγας παραμυθάς, ικανός να σε

παρασύρει στα πάθη του και να σε εισάγει σε κάποιες αρκετά δύσκολες έννοιες

της φυσικής, είναι ο καθηγητής της Φυσικής Γιώργος Γραμματικάκης. Στην

«Αυτοβιογραφία του Φωτός» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) ακόμη και μακριά

νυχτωμένος να είσαι, οσμίζεσαι πολλά για τη σχέση φυσικής και φιλοσοφίας στις

μέρες μας, όπως και για το πόσο η φαντασία και το παραμύθι λειτουργούν σαν

κινητήριες δυνάμεις στην έμπνευση ακόμη και των πιο ορθολογιστικών εγκεφάλων.

Ο ουράνιος θόλος το βράδυ γεμίζει με στρας και γαλαξίες και μύθους και

εξομολογήσεις και ιστορίες γεμάτες μυστήριο. Κάποιοι μαγεύονται τόσο πολύ απ’

αυτή την ατέλειωτη άπλα, με τα εκατομμύρια μυστικά, που θέλουν να βουτήξουν να

την πιάσουν. Ο Πίτερ Παν, λόγου χάριν. Αλλά και ο Αϊνστάιν – υποθέτω. Είναι

σαν να τους βλέπω να ανταλλάσσουν χειραψία στο διάστημα και να συνεννοούνται

με το βλέμμα για το πώς θα διαλύσουν την τετράγωνη λογική του Νεύτωνα. Την

προβλέψιμη «συμπεριφορά» του σύμπαντος.

Με το φως θα τα βάλουμε (λένε) κι αρχίζουν να το τεμαχίζουν σε μικρά μικρά

κομματάκια και να αλλάζουν μικροσκόπια. Περισσότερα δεν κάνει να πούμε (γιατί

πρέπει να φρεσκάρουμε τις 477 σελίδες) αλλά από τότε που μπήκε το βιβλίο στη

ζωή μας κοιτάζουμε με άλλο μάτι τα στρας του ουρανού. «Μιλώντας κανείς για το

φως», λέει ο Γραμματικάκης, «μιλάει για τον κόσμο και τα μυστικά του». Και το

περίεργο είναι, ότι δεν υπερβάλλει καθόλου…