Επί δεκαπέντε χρόνια ζούσε «λαθραία». Χωρίς καμία επικοινωνία με τους

συγγενείς του, χωρίς καμία κοινωνική επαφή. Δεκαπέντε χρόνια από τη στιγμή που

σκότωσε «θολωμένος από ζήλεια» τη γυναίκα του, στη Θεσσαλονίκη, ο 40χρονος

σήμερα Βασίλης Τσομπανόπουλος συνελήφθη έπειτα από τυχαίο έλεγχο της

Αστυνομίας στη Μεσαρά Ηρακλείου.

Γ. Φανιουδάκης. «Ερχόταν εδώ σχεδόν κάθε μέρα, έπαιρνε τυρόπιτες ή ψωμί και

έφευγε. Δεν τον είδα ποτέ να μιλάει σε κανέναν και ούτε ποτέ δημιούργησε

κάποιο πρόβλημα. Ήταν κλεισμένος στον εαυτό του», λέει ο κ. Γ. Φανιουδάκης

(επάνω) για τον Βασίλη Τσομπανόπουλο (αριστερά)

«Τιμωρούσα τον εαυτό μου καθημερινά επί δεκαπέντε χρόνια», υποστήριξε χθες.

«Δούλευα όλη την ημέρα για να μη σκέφτομαι, να μη γυρίζει μπροστά μου η εικόνα

του καβγά, η στιγμή που χτύπησα τη γυναίκα μου. Δεν έκανα παρέες, δεν μιλούσα

σχεδόν, με κανέναν».

Ο Βασίλης Τσομπανόπουλος επί δεκαπέντε χρόνια κατόρθωνε να κρύβεται στην

περιοχή της Μεσαράς. Το γεγονός ότι είχε επιλέξει μοναχική ζωή τον βοήθησε να

κρατά το μυστικό του: μάλιστα σε πέντε χρόνια θα μπορούσε ακόμη και να

επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, αφού το έγκλημά του θα παραγραφόταν. Όλα αυτά

μέχρι προχθές: ο Τσομπανόπουλος οδηγούσε ένα ποδήλατο και επιχείρησε να

αποφύγει αστυνομικό μπλόκο μπαίνοντας σε χωματόδρομο.

Με κλεμμένη ταυτότητα

Οι αστυνομικοί αντελήφθησαν την προσπάθειά του και τον ακινητοποίησαν. Τους

έδειξε μια ταυτότητα, που όπως απεδείχθη εκ των υστέρων ανήκε σε άλλο πρόσωπο

– το οποίο είχε δηλώσει ότι την είχε χάσει -, ενώ εντύπωση προκάλεσε στην

Αστυνομία το γεγονός ότι είχε πάνω του περισσότερα από 7.000 ευρώ. Όταν λοιπόν

προσήχθη στο Αστυνομικό Τμήμα της Μεσαράς αποκαλύφθηκε η πραγματική του

ταυτότητα. Ο Τσομπανόπουλος όλο αυτό το διάστημα δεν είχε καμία δοσοληψία με

το Δημόσιο ή με τράπεζες και για τον λόγο αυτόν είχε πάντα μαζί του τις

οικονομίες του.

«Όταν είδε ότι δεν μπορούσε πια να ξεφύγει, κατέρρευσε. Μας είπε ποιος

πραγματικά ήταν και παράλληλα μας εξιστόρησε τι ακριβώς είχε συμβεί πριν από

δεκαπέντε χρόνια», δήλωσε στα «NEA» ο διοικητής του Τμήματος Αστυνομικών

Επιχειρήσεων Ηρακλείου, κ. Αρ. Καζάλης.

Μίλησε με τη μητέρα του

Ο Τσομπανόπουλος ζήτησε από τους αστυνομικούς να επικοινωνήσει με τη μητέρα

του: ήταν η πρώτη φορά, μετά τον Σεπτέμβριο του 1991 – όταν σκότωσε τη γυναίκα

του – που μίλησε μαζί της. H μητέρα του, που τον θεωρούσε νεκρό όλα αυτά τα

χρόνια, αφού συνήλθε από το σοκ προσπάθησε σε λίγα λεπτά να του μεταφέρει τα

όσα συνέβησαν στην οικογένειά του όλα αυτά τα χρόνια, με κορυφαίο το ότι η

αδελφή του έχει παντρευτεί και έχει αποκτήσει δύο παιδιά.

Χθες ο Τσομπανόπουλος οδηγήθηκε στο Αυτόφωρο και δικάστηκε για την αναφορά

ψευδών στοιχείων και για υπεξαίρεση εγγράφων, ενώ αναμένεται να μεταχθεί στη

Θεσσαλονίκη προκειμένου να απολογηθεί για τη δολοφονία της γυναίκας του και η

υπόθεση να πάρει τον δρόμο της Δικαιοσύνης.

«Νιώθω ανακούφιση που με έπιασαν»

«ΖΗΛΕΥΑ TH ΓΥΝΑΙΚΑ MOY», υποστήριξε χθες μιλώντας στους δημοσιογράφους.

Είπε μάλιστα ότι περίμενε πως κάποια στιγμή θα τον έπιαναν και πλέον νιώθει

«ανακούφιση». «Πριν γίνει το κακό είχαμε πολλά προβλήματα», ισχυρίσθηκε.

«Υπήρχαν παρεμβάσεις από τρίτους στη σχέση μας, από την οικογένειά της που δεν

με ήθελε». Το βράδυ της δολοφονίας, η κοπέλα τού είχε ζητήσει να χωρίσουν. Ο

Τσομπανόπουλος δεν ανεχόταν κάτι τέτοιο. «Θόλωσα, ένιωσα πως έχανα τα πάντα,

τη χτύπησα, έπεσε λιπόθυμη και μετά έκανα ό,τι έκανα», δήλωσε μετανιωμένος ο

40χρονος.

Την επόμενη ημέρα μετέβη στην Κρήτη όπου κρυβόταν επί δεκαπέντε χρόνια.