Τα τουρκικά ηχούν οικεία στ’ αυτιά μου, από μικρός άκουγα να τα μιλούν οι

ηλικιωμένοι πρόσφυγες στα σοκάκια της παλιάς Θεσσαλονίκης. Εκεί – οδός

Δημητρίου Πολιορκητού 10 – σε ένα παμπάλαιο διώροφο με τζαμαρία στη μακρόστενη

σάλα, που έβλεπε στον κήπο με την ακακία και τη συκιά, πέρασα τα παιδικά μου

χρόνια, παρέα με την Ελπίδα, τον Λέανδρο και τον Σωκράτη, παιδιά μιας

οικογένειας προσφύγων από τον Πόντο που έμενε στο ισόγειο. Με γοήτευαν τα

τσουράπια, τα μιντέρια, τα χαμηλά τραπέζια, μου άρεσαν οι αποξηραμένοι καρποί,

τα τσιρία που μου πρόσφεραν. Δεν ξεκολλούσα από το στρωμένο με υφαντές

κουρελούδες πάτωμα του ισογείου. Εντυπωσιάστηκα, θυμάμαι, όταν είδα να ταΐζουν

με ολόκληρα καρύδια ένα αρσενικό γαλόπουλο, έναν κούρκο. Άκουγα με έκπληξη τη

γιαγιά τους να ανακατεύει τα ελληνικά με τα τουρκικά.

Στην Κωνσταντινούπολη, την οποία επισκέφθηκα πρόσφατα, ιδιαίτερα στις

φτωχογειτονιές και στα σοκάκια γύρω από τον ναό του Παντοκράτορα, όπου ένα

τσούρμο από παιδιά έπαιζε ανέμελα, μου φάνηκε σαν να βρισκόμουν στη

Θεσσαλονίκη του ’50. Οι εξευρωπαϊσμένοι Τούρκοι συνάδελφοι στην

Κωνσταντινούπολη έκαναν βέβαια τις ανακοινώσεις και τις συζητήσεις τους σε

άπταιστα αγγλικά. Οι απόψεις των περισσοτέρων για τις σχέσεις Ελλάδας –

Τουρκίας ήταν ομολογουμένως πολύ προχωρημένες. Μας αιφνιδίασε ευχάριστα ο

ιστορικός Orhan Silier, πρόεδρος του Ιδρύματος Τουρκικής Οικονομικής και

Κοινωνικής Ιστορίας, όταν στον εισαγωγικό του λόγο αναφέρθηκε στο πογκρόμ της

τουρκικής κυβέρνησης ενάντια στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης το 1955 και

ευχήθηκε «ποτέ ξανά». Φαίνεται ότι το πρόσφατο βιβλίο του Σπύρου Βρυώνη για τα

γεγονότα του ’55 έχει μεγάλη απήχηση και στην Τουρκία. Σε έκθεση φωτογραφιών,

με εικόνες πυρπολημένων μαγαζιών, σπιτιών και νεκρών που προκαλούσαν

αποτροπιασμό, την οποία οργάνωσε το Ίδρυμα του Orhan Selier, πληροφορηθήκαμε

ότι εισέβαλαν Τούρκοι τραμπούκοι με στόχο τη διάλυσή της. Παρά ταύτα, η έκθεση

ξαναστήθηκε και λειτούργησε με επιτυχία. Θαυμάζω, μα την αλήθεια, την τόλμη

ορισμένων πνευματικών ανθρώπων σ’ αυτήν τη χώρα.

Από την άλλη πλευρά δυσαρέστησε τους παρόντες Έλληνες η ανακοίνωση της

Τουρκάλας αρχιτέκτονος Filiz Yenisehirlioglu από το Πανεπιστήμιο του Baskent,

η οποία αναπτύσσοντας το θέμα «Conservation and Preservation of Ottoman

Monuments in Turkey and Greece: Α Comparative Approach» (Συντήρηση και

διατήρηση των οθωμανικών μνημείων στην Τουρκία και την Ελλάδα), παρατήρησε ότι

το ενδιαφέρον για την προστασία των οθωμανικών μνημείων στην Ελλάδα και των

χριστιανικών στην Τουρκία είναι μάλλον όψιμο, χαρακτηρίζει τη νέα γενιά, την

απαλλαγμένη από προκαταλήψεις, εθνικισμούς, σοβινισμούς.

Πόσοι μιναρέδες, αλήθεια, σώζονται ακόμη όρθιοι στην Ελλάδα; Οι δικοί μας εν

τούτοις αντέταξαν ότι η αντίδραση των επί αιώνες υποδουλωμένων Ελλήνων προς τα

υλικά πολιτιστικά κατάλοιπα του κατακτητή δεν μπορεί να παραβάλλεται με τη

στάση των Τούρκων απέναντι στα βυζαντινά μνημεία της χώρας τους. Τελικά, ένας

μακρύς κατάλογος με περίπου 120 οθωμανικά μνημεία, τα οποία προστατεύονται από

τις αρμόδιες υπηρεσίες μας του υπουργείου Πολιτισμού, με βάση τόσο τον παλιό

όσο και τον νέο νόμο για την προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, έβαλε

τα πράγματα στη θέση τους, αφού δόθηκαν οι αναγκαίες εκατέρωθεν εξηγήσεις για

τις αγαθές προθέσεις και των δύο πλευρών. Κατά τα άλλα, η Κωνσταντινούπολη

είναι μία πόλη ζωντανή και συναρπαστική, γεμάτη εκπληκτικά μνημεία της

Βυζαντινής, αλλά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο Πέτρος Θέμελης είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας.