Γιώργος Στεφανάκης. Ο δικηγόρος της πολιτικής αγωγής, ο οποίος εκπροσωπεί το

Πάντειο στηλιτεύει τις συνέπειες της ατελούς ανακριτικής διαδικασίας

MONON ΕΠΤΑ από το σύνολο των περίπου εκατό μαρτύρων έχουν εξεταστεί στη

δίκη για την υπόθεση της κακοδιαχείρισης του Παντείου Πανεπιστημίου, παρά το

γεγονός ότι έχουν ήδη συμπληρωθεί τέσσερις μήνες από την έναρξη της

αποδεικτικής διαδικασίας.

Και αυτό γιατί – κατά γενική ομολογία όλων των παραγόντων της δίκης – τα μέλη

του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας έχουν αρχίσει από… μηδενική

βάση την έρευνα, καθώς στο στάδιο της τακτικής ανάκρισης δεν προσδιορίστηκαν,

όπως συνήθως συμβαίνει, ο ρόλος και οι ευθύνες του καθενός εκ των 18

κατηγορουμένων. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι εμπλεκόμενοι να

παραπεμφθούν με βάση ένα γενικό κατηγορητήριο, σύμφωνα με το οποίο φέρεται από

κοινού να διέπραξαν όλες τις πράξεις που τους έχουν απαγγελθεί σε συνδυασμό

μάλιστα με τις επιβαρυντικές διατάξεις του Νόμου περί «καταχραστών του

Δημοσίου», που προβλέπει ως ελάχιστη τιμωρία τη 10ετή κάθειρξη.

Τις συνέπειες της ατελούς ανακριτικής διαδικασίας στηλιτεύει με δήλωσή του στα

«NEA» και ο δικηγόρος της πολιτικής αγωγής κ. Γιώργος Στεφανάκης, ο οποίος

εκπροσωπεί το Πάντειο. «H δίκη», λέει, «διεξάγεται με δικονομική άνεση,

λειτουργικότητα, υψηλόβαθμες εγγυήσεις και είναι εμφανής η προσπάθεια της

έδρας και όλων των παραγόντων να συμπληρώσουν τα κενά και τις παραλείψεις της

τακτικής ανάκρισης. Το ακατέργαστο, αμεθόδευτο, ογκώδες και δύσχρηστο υλικό

της προδικασίας δεν είναι πάντα εύκολο να θεραπευτεί και να αξιοποιηθεί στον

ακροαματικό έλεγχο της ποινικής διαδικασίας».

Από την πλευρά τους, οι δικαστές προσπαθούν μέσα από τις καταθέσεις των

μαρτύρων να διαγνώσουν ποιοι από τους 18 κατηγορουμένους, εκπροσώπους των

πρυτανικών αρχών και διοικητικούς υπαλλήλους, είχαν ή όχι συμμετοχή στις

αξιόποινες πράξεις που περιγράφονται στο παραπεμπτικό βούλευμα.

Κατά τη διάρκεια της χθεσινής διαδικασίας εξετάστηκαν ο υπάλληλος του ΣΔΟΕ

Παντελής Λέτσας και η επιθεωρήτρια του υπουργείου Οικονομικών Αφροδίτη

Καρδιασμένου, η οποία διενήργησε τον διαχειριστικό – οικονομικό έλεγχο τη

χρονική περίοδο 1994-1998, προκειμένου να διαπιστωθεί η νομότυπη διαχείριση

των εσόδων του Παντείου.

Απαντώντας σε ερωτήσεις της υπεράσπισης, ο κ. Π. Λέτσας είπε ότι κανένας από

τους διοικητικούς υπαλλήλους δεν θα μπορούσε να διαπιστώσει «διά γυμνού

οφθαλμού» ότι υπήρχαν τιμολόγια πλαστά και εικονικά στο λογιστήριο του

Ιδρύματος.

Υπεράσπιση (Δ. Τσοβόλας): Έχετε ξανακούσει διενέργεια ελέγχου σε

Δημόσιο, όπως είναι το Πάντειο, να ανατίθεται σε ιδιωτική εταιρεία, η οποία

εισέπραξε μάλιστα αμοιβή 130.000.000 δραχμών;

Μάρτυρας: Όχι.

Υπεράσπιση: Γνωρίζετε πού και από ποιους κατασκευάστηκαν τα πλαστά

τιμολόγια;

Μάρτυρας: Όχι.

H κ. Αφρ. Καρδιασμένου στο πρώτο μέρος της κατάθεσής της επισήμανε ότι από τον

έλεγχο που διενήργησε διαπίστωσε πως το Πάντειο δεν κατέθετε όλα τα ποσά των

κρατικών επιχορηγήσεων στον λογαριασμό της Τραπέζης της Ελλάδος, αλλά μέρος

αυτών – περίπου 600.000.000 δραχμές – είχε κατατεθεί σε λογαριασμό της

Επιτροπής Ερευνών. Γεγονός το οποίο, κατά τη μάρτυρα, ήταν παράτυπο και

αντίθετο στους κανονισμούς.

H δίκη συνεχίζεται με καταθέσεις μαρτύρων. Σύμφωνα μάλιστα με τις εκτιμήσεις

των δικηγόρων και των δύο πλευρών, η αποδεικτική διαδικασία προβλέπεται

πολύμηνη και δεν αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί πριν από τον Ιούνιο του 2006.