«Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι πολιτειακό, αλλά πολιτικό», διεκήρυσσε το

1993 ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν ο τότε Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης

άνοιγε ζήτημα συνταγματικής αναθεώρησης στο κόψιμο της βασιλόπιτας. Από τότε

μέχρι σήμερα ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει σε σχέση με τις αναθεωρήσεις.

Τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου κατήγγειλε τη σχετική πρωτοβουλία ως ελιγμό που

αποσκοπούσε στη μετάθεση των προβλημάτων στο θεσμικό επίπεδο, ώστε να

αποσιωπηθούν οι κυβερνητικές ευθύνες. Σήμερα ο Γιώργος Παπανδρέου χαρακτηρίζει

την ανακίνηση θέματος αναθεώρησης ως απόπειρα πολιτικού αντιπερισπασμού και

αποπροσανατολισμού.

Επιβεβαιώνεται έτσι η πικρόχολη παρατήρηση του Αριστόβουλου Μάνεση ότι

«είθισται οι αναθεωρήσεις να μη γίνονται με ομοφωνία ή με συγκλίσεις», αφού «η

εκάστοτε πλειοψηφία αποφασίζει τα περί αναθεώρησης του Συντάγματος» και «η

εκάστοτε αντιπολίτευση συνήθως διαφωνεί». H πραγματικότητα αυτή δεν πρέπει να

μας τρομάζει. Όσοι θεωρούν το Σύνταγμα ως «ιερό κείμενο» πέρα από εγωιστικές

αντιδικίες και συγκυριακές σκοπιμότητες, διαψεύδονται ηχηρά από την ίδια την

πολιτική πράξη. H δε αντίληψη ότι η διάπλαση και η εφαρμογή του Συντάγματος

είναι «ευγενής δραστηριότητα», ενώ η πολιτική «βρώμικη» ενασχόληση που

διέπεται από υπολογιστικά και ασταθή κίνητρα είναι βαθύτατα αφελής και

ρομαντική.

Θέλουμε δεν θέλουμε, η αναθεώρηση ανακινείται μόνον όταν αξιολογείται ως

πρόσφορη τακτική επιλογή από το κυβερνών κόμμα. Συνεπώς, καμία σοβαρή κριτική

στην αναθεωρητική πρωτοβουλία δεν μπορεί να αρκείται στην ηθική καταγγελία της

ιδιοτέλειας των κυβερνώντων. Πρέπει, κυρίως, να προβάλλει μία πολιτική

εκτίμηση για το εάν η αναθεώρηση είναι χρήσιμο και αποτελεσματικό μέσο για την

επίτευξη ορισμένων σκοπών.

Επιπλέον, στρέφοντας τη συζήτηση στην αναλογία μέσων και σκοπών,

αντιλαμβανόμαστε πιο εύκολα ότι η διακηρυγμένη στοχοθεσία της αναθεώρησης

εξυπηρετείται καλύτερα με τη θέσπιση απλών νόμων παρά με την πολυτελή

αναθεωρητική διαδικασία. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα κρίσιμα

ζητήματα της «μεταρρυθμιστικής ατζέντας» όπου παρατηρούνται γενικότερες

διακομματικές συγκλίσεις, όπως τα θέματα της διαφάνειας, του εξορθολογισμού

της νομοθετικής και δικαιοδοτικής λειτουργίας, του εκδημοκρατισμού των

εκκλησιαστικών θεσμών ή ακόμη της ίδρυσης μη κρατικών μη κερδοσκοπικών AEI,

ανήκουν στην ύλη του κοινού νομοθέτη ή του Κανονισμού της Βουλής. Γιατί λοιπόν

οι κυβερνώντες που ομνύουν σ’ αυτές τις μεταρρυθμίσεις δεν ασκούν από σήμερα

την επιρροή τους για να τις εντάξουν στην έννομη τάξη της χώρας μας; Γιατί

προσφεύγουν στον λιγότερο πρόσφορο, αλλά μαξιμαλιστικό θεσμό της αναθεώρησης;

Ηεξήγηση είναι προφανής. Πιεσμένοι από τα πολιτικά αδιέξοδα και το ναυάγιο της

οικονομίας αναζητούν νέες οδούς για να πείσουν για την ειλικρίνεια των

μεταρρυθμιστικών τους προθέσεων. H συνταγή είναι δοκιμασμένη. Χρόνια τώρα η

πρωτοβουλία για αναθεώρηση αξιοποιείται πολιτικά ως πειστήριο μεταρρυθμιστικής

διάθεσης. Δείχνει να εμπνέεται από την αναζήτηση ενός γενικά αποδεκτού καλού,

ενώ μπορεί να χρησιμεύσει ως απόδειξη της ασυμβίβαστης πολιτικής βούλησης για

τομές σε όλα τα επίπεδα, ξεκινώντας από το ύπατο βάθρο του θεμελιώδους νόμου.

Ένα τόσο προβλέψιμο εύρημα κρύβει παρ’ όλ’ αυτά μία παγίδα για όσους στέκονται

κριτικά στην κυβέρνηση: να τους παρασύρει σε «αναθεωρητική πλειοδοσία»,

προκειμένου να πείσουν ότι η δική τους μεταρρυθμιστική στρατηγική είναι

τολμηρή και ριζοσπαστική, ενώ της N.Δ. άχρωμη και κομφορμιστική. Έτσι όμως θα

έχουν αμετάκλητα «τσιμπήσει το δόλωμα» και θα έχουν οι ίδιοι μετατοπίσει το

πεδίο της αντιπαράθεσης από τα θέματα της πραγματικής πολιτικής σε ανούσια

ζητήματα ανταγωνισμού ριζοσπαστικών προθέσεων.

H N.Δ. επιδιώκει συνειδητά να μετατρέψει το πεδίο της αναθεώρησης σε χώρο

απόδρασης από τη δυσάρεστη σημερινή πολιτική πραγματικότητα. Κανείς άλλος δεν

έχει συμφέρον να εκδηλώνει τάσεις φυγής σε ειδυλλιακούς τόπους νομικής

φαντασίας… Ίσως μία λιγότερο ενεργητική στάση, που θα «υποβαθμίζει» κατά

κάποιο τρόπο τη σημασία του αναθεωρητικού εγχειρήματος, να αποτελεί και την

πιο σκληρή απάντηση στα κυβερνητικά τεχνάσματα. Χρήσιμη η αναθεώρηση; Ναι,

αλλά διόλου αναγκαία για να προωθηθούν τομές και μεταρρυθμίσεις που θα

επηρεάσουν ουσιωδώς τη ζωή των πολιτών.

Σε μια περίοδο που οι κυβερνώντες αναζητούν εναγωνίως μεταρρυθμιστικά άλλοθι,

θα ήταν κρίμα να μετατραπεί η διαδικασία της αναθεώρησης σε «κολυμβήθρα του

Σιλωάμ» της κυβερνητικής ανικανότητας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1993 είχε

απαντήσει κατηγορηματικά στο δίλημμα: «Προτάσσεται η αλλαγή πολιτικής και η

τήρηση του Συντάγματος. Όχι η αναθεώρησή του, η οποία μπορεί να είναι

αντικείμενο σοβαρής συζήτησης, μόνον όταν είναι πραγματικά ώριμες οι

συνθήκες». Μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά η ορθότητα αυτής της εκτίμησης στη

σημερινή συγκυρία;

Ο Απόστολος I. Παπατόλιας είναι διδάκτωρ του Συνταγματικού Δικαίου