Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα έχει εδώ και χρόνια οχυρωθεί σε

θέσεις άμυνας, υπεράσπισης των ρυθμίσεων που ισχύουν, των θέσεων εργασίας που

υπάρχουν, του συστήματος αμοιβών που έχει καθιερωθεί και, βέβαια, της

αγοραστικής δύναμης των μισθών που καταβάλλονται. Από τις θέσεις αυτές είναι

πολύ δύσκολο, σε μιαν οικονομία που δέχεται διαρκώς νέες επιδράσεις από ένα

ραγδαία μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον, να διασφαλίσει με προοπτική τα

συμφέροντα των εργαζομένων, τους οποίους θέλει να εκπροσωπεί συνολικά, πολύ

περισσότερο εκείνων που θέλουν να εργασθούν αλλά δεν βρίσκουν δουλειά.

Δύο πρόσφατα γεγονότα ήρθαν να υπογραμμίσουν αυτήν τη δυσκολία: H αναγγελία

της κατάργησης 150 θέσεων εργασίας από τη βιομηχανία Coca-Cola Τρία Έψιλον.

Και η απόπειρα της τράπεζας Eurobank να λειτουργεί υποκαταστήματά της σε

μεγάλα εμπορικά κέντρα και τα Σάββατα. Χαρακτηριστική για την αδυναμία των

συνδικάτων ήταν η επίκληση άμεσης κυβερνητικής παρέμβασης για να αποτραπούν

αυτές οι εξελίξεις. H επιμονή ήταν ακόμα μεγαλύτερη, καθώς και στις δύο

περιπτώσεις πρόκειται για εξαιρετικά κερδοφόρες επιχειρήσεις.

Από τη δεκαετία του 1990, οι αναδιαρθρώσεις για την εξοικονόμηση κόστους που

συνεπάγονται την κατάργηση θέσεων εργασίας είναι συνηθισμένη πρακτική στις ΗΠΑ

πρώτα, στην Ευρώπη κατόπιν. Την ακολουθούν επιχειρήσεις όχι μόνον όταν

αντιμετωπίζουν προβλήματα, αλλά συχνά και όταν πηγαίνουν πολύ καλά, για να

ανεβάσουν τη χρηματιστηριακή τους αξία ή για να προλάβουν τους ανταγωνιστές

τους. Στη χώρα μας το φαινόμενο δεν είναι τόσο γνωστό επειδή δεν γίνονται

ξένες άμεσες επενδύσεις σε αξιόλογη έκταση, γενικότερα νέες μεγάλες μονάδες

δεν ιδρύονται, ενώ οι εγκατεστημένες από παλιά βιομηχανίες προχώρησαν

προσεκτικά τις αναδιαρθρώσεις τους, αποφεύγοντας να προκαλέσουν το κοινό

αίσθημα και να υποστούν το συνακόλουθο κόστος. Και αυτές πάντως έχουν μειώσει

σημαντικά τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούν, όπως μπορούμε να

διαβάσουμε σε όλες τις στατιστικές.

Εφαρμόζοντας το γράμμα του νόμου, η Coca-Cola 3E κάλεσε το σωματείο των

εργαζομένων σε διαβουλεύσεις για να προσδιορισθούν οι όροι και ενδεχόμενα

κίνητρα για την αποχώρηση όσων γίνονται «περιττοί» για την επιχείρηση μετά το

κλείσιμο ενός εργοστασίου και τριών αποθηκών που αποφάσισε. Ήταν όμως αργά.

Για να αποδώσουν οι διαβουλεύσεις – υποχρέωση που έχει επιβάλει στις

επιχειρήσεις σε τέτοιες περιπτώσεις ευρωπαϊκή οδηγία του 1977, η οποία

αργότερα ενσωματώθηκε στην ελληνική εργατική νομοθεσία – προϋπόθεση θα ήταν οι

εργαζόμενοι μέσω των εκπροσώπων τους να είναι συνεχώς ενημερωμένοι για την

πορεία και για τους σχεδιασμούς της εταιρείας, να έχουν λόγο και περιθώρια να

διαπραγματευθούν. Όταν τους έρχεται σαν κεραμίδα η απόφαση για 150 απολύσεις,

επόμενο είναι να αρνηθούν κάθε μείωση προσωπικού και να κατέβουν σε απεργία.

Επόμενο είναι να μην πιστεύουν διαβεβαιώσεις στελεχών της εταιρείας ότι δεν

υπάρχει πρόθεση μετεγκατάστασης της παραγωγής σε άλλες βαλκανικές χώρες, να

υποψιάζονται υποσχέσεις για προσλήψεις μέσα στην επόμενη διετία, ότι κρύβουν

σχέδιο αντικατάστασής τους με φθηνότερο εργατικό δυναμικό.

Ακριβώς αντίθετη φαίνεται η περίπτωση της Eurobank. Εκεί το καταγγελλόμενο από

άλλους συνδικαλιστές ως «εργοδοτικό» επιχειρησιακό σωματείο, το οποίο διατηρεί

συνεχή επικοινωνία με τη διοίκηση της τράπεζας, διαπραγματεύθηκε και συμφώνησε

την εργασία το Σάββατο σε δύο υποκαταστήματα που βρίσκονται σε μεγάλα εμπορικά

κέντρα. H συμφωνία αυτή κρίθηκε ότι παραβιάζει το ωράριο που έχει

συνομολογηθεί στην κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας των τραπεζοϋπαλλήλων και

ανοίγει «κερκόπορτα» για τη γενικευμένη καταστρατήγησή του. H Ομοσπονδία των

τραπεζοϋπαλλήλων καθαίρεσε τον εκπρόσωπο της Eurobank και εξήγγειλε

κινητοποιήσεις για να εμποδιστεί η λειτουργία των υποκαταστημάτων τα Σάββατα.

Ας υποθέσουμε ότι και οι δύο αυτοί συνδικαλιστικοί αγώνες θα ήσαν νικηφόροι.

Μια απεργία που θα ανάγκαζε την Coca-Cola 3Ε να αναστείλει τα σχέδιά της τώρα,

θα διασφάλιζε τις υφιστάμενες 2.400 θέσεις εργασίας στην επιχείρηση και για τα

επόμενα χρόνια; (Θυμάται κανείς τη μαχητική απεργία των εργατών της Pirelli

στην Πάτρα πριν από δύο δεκαετίες, που είχε ως αποτέλεσμα την οριστική

αποχώρηση της εταιρείας;) Απαγορεύοντας η ΟΤΟΕ σε εργαζόμενους-μέλη της να

εφαρμόσουν μια συμφωνία που διαπραγματεύθηκαν και τους συνέφερε (κέρδισαν το

35ωρο και πρόσθετο επίδομα), ενισχύει τη συνδικαλιστική της δύναμη; Ή μήπως

τέτοιες κινητοποιήσεις δίνουν ένα ακόμα σήμα για την αποθάρρυνση νέων

επενδύσεων, αναγκαίων για να δημιουργηθούν πρόσθετες θέσεις εργασίας;

H πρόκληση για τα συνδικάτα είναι να αντιλαμβάνονται πώς λειτουργούν,

επιβιώνουν, αναπτύσσονται οι επιχειρήσεις σήμερα, να απαιτούν πλήρη ενημέρωση

και να διαπραγματεύονται με τους εργοδότες, διεκδικώντας ταυτόχρονα από το

κράτος επαρκή κοινωνική κάλυψη. Αν στις αναδιαρθρώσεις προβάλλουν μόνον

αντίσταση, κινδυνεύουν να πολλαπλασιάσουν τις απώλειες.