Διακοπές. Ο άπλετος χρόνος μέσα στη μέρα μού έφερνε πάντα ένα μικρό τσίμπημα

άγχους – αν είναι δυνατόν. Από ‘κεί που όλα είναι τακτοποιημένα σε τρίωρα,

μισάωρα, πεντάωρα και σε συγκεκριμένες δραστηριότητες, ξαφνικά βρίσκεσαι με

όλο το 24ωρο στα πόδια σου να περιμένει οδηγίες και ενώ αυτό ήταν κάτι που

υποτίθεται περίμενες έναν ολόκληρο χρόνο, χρειάζεται τουλάχιστον ένα

δεκαπενθήμερο να «καθαρίσεις» από την τοξίνη των αγχωμένων ρυθμών. Τα

τελευταία χρόνια έχω καταφέρει να μειώσω στο μισό την περίοδο «αποτοξίνωσης».

Είναι θέμα πείρας – κι αυτό. Ε dolce far niente, λένε οι Ιταλοί και εγώ μάλλον

Ιταλίδα ήμουν στην προηγούμενη ζωή. Στη βδομάδα πάνω αλλάζει εντελώς το πρωινό

ξύπνημα. Ανοίγεις τα μάτα σου στο φως και είναι αλλιώς ο ήχος της μέρας. Το

άρωμα του καφέ. Καφές στη βεράντα με τραπεζομάντιλο και φρυγανισμένο ψωμάκι

(χωρίς να σκέφτεσαι απαραίτητα ποια θα είναι η επόμενη κίνηση) κι είναι αυτό

ακριβώς που κάνει τη διαφορά. Όλως τυχαίως το φύλλωμα του δέντρου που σε

σκιάζει όλο τον χρόνο αποκτάει, ξαφνικά, αποχρώσεις. Ο σκύλος στον κήπο

«μιλάει» την ώρα που περνάς. H Στιγμή – που έτσι κι αλλιώς περνάει και χάνεται

– δεν χάνεται τόσο άδοξα στον βωμό της επόμενης πράξης. Το Παρόν είναι εδώ –

κι αυτό εκπαιδεύεσαι σε όλο σου τον βίο να το ξεχνάς συστηματικά. Διακοπές.

Επικίνδυνη φάση. Ξυπνάει μια ωραία πρωία η μνήμη του άλλου σου

(αποκοιμισμένου) μισού – εκείνο που έχεις να συναντήσεις από την εποχή που

έπαιζες με τα κουβαδάκια σου στην άμμο – και σου ζητάει, εδώ και τώρα,

εξηγήσεις. Τώρα, σου λέει. Μόνον αυτός ο χρόνος υπάρχει για μένα. Τώρα; Πάνω

στον καφέ; Πάνω στον καφέ!