Εδώ και χρόνια, αρκετά πριν γίνει πρωθυπουργός, ο κ. Καραμανλής είχε

δημιουργήσει μια ιδιαίτερη σχέση με τη θεραπευτική κοινότητα «Παρέμβαση» του

ΚΕΘΕΑ. H σχέση αυτή, που διαρκεί και σήμερα, υπερβαίνει τις επιταγές του

πολιτικού μάρκετινγκ. Σε όσους κατά καιρούς παρέστησαν στον συγχρωτισμό του κ.

Καραμανλή με τα μέλη της «Παρέμβασης» έγινε αισθητό ένα ρεύμα ειλικρινούς

προσωπικού ενδιαφέροντος, που άλλωστε έχει και έμπρακτα εκδηλωθεί.

Αλλά και ο υπουργός Υγείας, σε προσωπικό επίπεδο, φαίνεται να εντάσσεται σε

παρόμοιο κλίμα. Το μαρτυρεί μεταξύ άλλων η συστηματική και ωστόσο διακριτική

παρουσία του σε σημαντικές εκδηλώσεις του ΚΕΘΕΑ. Τόσο ο κ. Κακλαμάνης όσο και

ο πολιτικός του προϊστάμενος εμφανίζουν, τουλάχιστον βιωματικά, μια διάθεση

θετικής υποδοχής της θεραπευτικής φιλοσοφίας του ΚΕΘΕΑ. Δηλαδή, της

αντιμετώπισης του ουσιοεξαρτημένου όχι ως παθητικού ασθενούς αλλά ως

ενεργητικού κοινωνικού προσώπου που πρέπει να βοηθηθεί ώστε να ανακαλύψει μέσα

του, και μέσα στον κατάλληλο συντροφικό θεραπευτικό περίγυρο, τις ψυχικές

δυνάμεις για να ξεφύγει από τη δίνη της εξάρτησης και να διεκδικήσει μια θέση

στην κοινωνική ζωή.

Με αυτά τα δεδομένα είναι ακόμα πιο οδυνηρό και ανεξήγητο το πλήγμα που

επιφέρει στα «στεγνά» ψυχοκοινωνικά προγράμματα, όπως αυτά που αναπτύσσει το

ΚΕΘΕΑ, το σχέδιο προεδρικού διατάγματος που απεστάλη την περασμένη εβδομάδα

στην αρμόδια διακομματική κοινοβουλευτική επιτροπή και ρυθμίζει τα σχετικά με

την αδειοδότηση και λειτουργία των μονάδων θεραπείας από τα ναρκωτικά.

Το σχέδιο του διατάγματος προβλέπει ρητώς τη μετατροπή των κέντρων απεξάρτησης

σε ψυχιατρικές κλινικές. Τινάζει στον αέρα τη δομή των «στεγνών»

ψυχοκοινωνικών προγραμμάτων και καταλύει τον πλουραλισμό των θεραπευτικών

προσεγγίσεων στο όνομα ενός οπισθοδρομικού για τα διεθνή δεδομένα

ιατροφαρμακευτικού μονισμού. Από το πλαίσιο αυτό ευνόητα απουσιάζει κάθε

αναφορά στην κοινωνική επανένταξη των θεραπευομένων. Άλλωστε, ανάμεσα στις

γραμμές του σχεδίου διακρίνεται η απαξία προς τους απεξαρτώμενους: Για την

ίδρυση και λειτουργία θεραπευτικών κέντρων απαιτείται περιβαλλοντική μελέτη

(προφανώς για να μη ρυπαίνονται υγιείς περιοχές από τοξικομανή μιάσματα), αλλά

και μελέτη χωροθέτησης ώστε η εκάστοτε μονάδα «ούτε να οχλείται αλλά και ούτε

να οχλεί» (άρθρο 4). Ο νομοθέτης σαφώς ενθαρρύνει πρακτικές αποκλεισμού και

γκετοποίησης όταν επιμένει εμφατικά στην «αποφυγή όχλησης των περιοίκων και

της περιοχής εγκατάστασης του ενδιαφερόμενου φορέα» (άρθρο 9), μια διατύπωση

που αν δεν προέρχεται από δηλώσεις του Παναγιώτη Ψωμιάδη υπέρ της απομάκρυνσης

των κέντρων απεξάρτησης από το κέντρο της Θεσσαλονίκης, ασφαλώς θα τον

ικανοποιεί απόλυτα δικαιώνοντας τον ευγενή του αγώνα.

Αλλά η ουσία του νομοθετήματος βρίσκεται, δυστυχώς, εκεί που βρίσκεται και το

«ψητό»: Επιτρέπεται στους ιδιώτες (που αρχικώς αναφέρονται ως αδιευκρίνιστα

«φυσικά ή νομικά πρόσωπα» αλλά τελικώς ομολογούνται ως «ψυχιατρικές κλινικές

του ιδιωτικού τομέα ή άλλα κέντρα ιδιωτικού δικαίου») να αναπτύσσουν

προγράμματα απεξάρτησης και ιδιαίτερα προγράμματα «χαμηλών προσδοκιών» με

χορήγηση υποκατάστατων ουσιών που δεν αποκλείουν την παράλληλη χρήση. Με τον

τρόπο αυτό τίθενται οι βάσεις για τη δημιουργία ενός εξαιρετικά προσοδοφόρου

νόμιμου κυκλώματος εμπορίας εξαρτητικών ουσιών όπως η μεθαδόνη και η

βουπρενορφίνη. Βέβαια, οι συντάκτες του διατάγματος που υπογράφεται από τον

υπουργό Υγείας προσπαθούν να σώσουν τα προσχήματα: «Τα υπό ίδρυση κέντρα

πρέπει να παρέχουν στους θεραπευομένους και υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής

θεραπείας» (άρθρο 4). Αλλά διαβάστε την αμέσως επόμενη φράση: «Σε περίπτωση

αδυναμίας τους, οι υπό συζήτηση υπηρεσίες θα παράσχονται (sic) είτε από

πιστοποιημένο Κέντρο Συνοδευτικών Υποστηρικτικών Υπηρεσιών είτε από Κέντρο

Ψυχικής Υγείας του ΕΣΥ είτε από άλλο συναφές κρατικό ή ιδιωτικού δικαίου

πιστοποιημένο κέντρο». Με απλά λόγια, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ώστε ο

ιδιωτικός τομέας να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη δυνητικά επικερδέστατη

σωματική αποτοξίνωση χωρίς καμιά αντισταθμιστική συμμετοχή στη δαπανηρή

ψυχοκοινωνική θεραπεία για την οποία θα παραπέμπει στους μη κερδοσκοπικούς

φορείς και στον δημόσιο τομέα.

Όλα αυτά θα συμβούν υπό το προκάλυμμα αυστηρών ελέγχων, εποπτείας,

αξιολογήσεων και πιστοποιήσεων που φορτώνονται συλλήβδην σε μια πενταμελή

γνωμοδοτική επιτροπή του ΟΚΑΝΑ, η οποία θα είναι ανθρωπίνως αδύνατο να

αντεπεξέλθει. Στην πραγματικότητα, η απίθανη γραφειοκρατικοποίηση του

συστήματος θα καταστεί ανεφάρμοστη για τον ιδιωτικό τομέα αλλά θα αποτελέσει

τροχοπέδη για την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα που έχουν επιδείξει μη

κερδοσκοπικοί φορείς.

Για τους φορείς αυτούς, όπως το ΚΕΘΕΑ, που λειτουργούν σύμφωνα με υφιστάμενους

νόμους, ο συντάκτης επιδεικνύει προκλητική άγνοια, που φτάνει μέχρι την

αμφισβήτηση της νομικής τους υπόστασης. Το σύνολο του σχεδίου αναδύει την οσμή

της κατεδάφισης του κράτους πρόνοιας σ’ έναν από τους πιο ευαίσθητους τομείς

του.

H απρόσμενη αναπομπή του σχεδίου από τη διακομματική επιτροπή δίνει την

ευκαιρία τής εις βάθος αναμόρφωσής του έπειτα από διάλογο με τους

εμπλεκόμενους φορείς, τον οποίο το υπουργείο Υγείας δεν επεδίωξε κατά τη

σύνταξή του. Υπάρχει λοιπόν η ευκαιρία για ουσιαστικές διορθωτικές κινήσεις.

Και επιζεί η ελπίδα ότι η πολιτική ηγεσία δεν θα αρνηθεί να προχωρήσει σ’ αυτή

την κατεύθυνση, που είναι συνεπέστερη σε μια στάση ζωής που ορισμένα μέλη της,

προς τιμήν τους, έχουν δείξει ότι αξιολογούν και συμμερίζονται.

Ο Αλέξης Καλοκαιρινός είναι αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής

του Πανεπιστημίου Κρήτης, μέλος του Δ.Σ. του ΚΕΘΕΑ.