Αμεντολέα, Κοντοφούρι, Γκαλιτσανό, Ροκαφόρτε ντελ Γκρέκο, Ρηχούδι και

Χωρίον του Ρηχουδίου, Μπόβα και Μπόβα Μαρίνα. Είναι τα ελληνόφωνα χωριά στον

Νότο της Ιταλίας. Εκεί, στις πλαγιές του Ασπρομόντε, όπου χτυπάει ακόμα η

ελληνική καρδιά έστω και μέσα από τους ελάχιστους που συνεχίζουν να μιλούν την

γκρεκάνικη διάλεκτο.


Το πρώτο χωριό

Βρίκεται 5 χλμ από την γέφυρα του ομώνυμου ποταμού. Το χωριό αυτό υπήρξε ένας

από τους πρώτους οικισμούς των Ελλήνων στα χρόνια της Μεγάλης Ελλάδας όπως

μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα, ενώ οι Ιταλοί αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι

μάλλον πρόκειται για την αρχαία Περίπολη. Από τα ερείπια που έχουν βρεθεί,

φαίνεται ότι η πόλη είχε μεγάλη ακμή και μάλιστα πολλοί αθλητές της έπαιρναν

μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες και στα Πύθια. Τη νορμανδική περίοδο η

Αμεντολέα εμφανίζεται ως ισχυρό κράτος στο οποίο περιλαμβάνονται και τα γύρω

χωριά Γκαλιτσανό, Ριχούδι, Βουνί (Ροκαφόρτε ντελ Γκρέκο) και αργότερα το

Κοντοφούρι. H καλλιέργεια της μουριάς προσείλκυσε πολλούς κατοίκους που

δημιούργησαν στην περιοχή βιοτεχνίες μεταξιού και έκαναν την Αμυγδαλία

εμπορικό κέντρο, ενώ τον 18ο αιώνα ζούσαν εκεί 3.000 Έλληνες. Σήμερα η

Αμεντολέα κατοικείται από ελάχιστους, αφού οι περισσότεροι έφυγαν μετανάστες ή

μετακόμισαν στο Ρέτζιο και στον Γιαλό του Κοντοφούρι.



Ο Βράχος του Έλληνα

Ακολουθώντας τον δρόμο που περνάει μέσα από το δάσος κι αφήνοντας το

Γκαλιτσανό, φτάνουμε στο Βουνί ή Ροκαφόρτε ντελ Γκρέκο, όπως το ονομάζουν οι

Ιταλοί. Το Ροκαφόρτε ντελ Γκρέκο ή Βράχος του Έλληνα βρίσκεται σε υψόμετρο

938. Ο δρόμος που περνά μέσα από το οροπέδιο Σκάφη είναι κακοτράχαλος, άλλοτε

χωματόδρομος και ελάχιστα ασφαλτοστρωμένος, αλλά αποζημιώνει τον επισκέπτη

αφού απολαμβάνει τη θέα των απόκρημνων μονοπατιών και της κοιλάδας του

χειμάρρου της Αμεντολέας του οποίου το φιδίσιο αργιλώδες σώμα καταλήγει στη

θάλασσα του Ιονίου. Ακολουθεί το δάσος με τα πανύψηλα πυκνά έλατα και πεύκα,

όπου είχαν τα λημέρια τους οι «μπριγκάντι» – οι ληστές του Ασπρομόντε. Στο

Βουνί που απλώνεται στο βράχο κατοικούν 1.186 άνθρωποι. Τα σπίτια είναι

μεγαλύτερα, περιποιημένα τα περισσότερα, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό

σχέδιο, και αρκετά από αυτά είναι στολισμένα με γκράφιτι στους τοίχους.



Το «κοντινό χωριό»

Το Κοντοφούρι ή Κοντοχούρι, δηλ. κοντινό χωριό, βρίσκεται σε υψόμετρο 350 και

ονομάζεται και Κοντοφούρι σούπρα ή σουπεριόρε (πάνω) για να ξεχωρίζει από το

παραλιακό – Γιαλό του Κοντοφούρι. Μικρό χωριό, χωρίς ιδιαίτερη αρχιτεκτονική,

με την εκκλησία του Αγ. Ντομένικο στον κεντρικό του δρόμο, έγινε αυτόνομη

κοινότητα το 1806. Μοναδική επαφή με το μακρινό γκρεκάνικο παρελθόν είναι τα

ελληνικά επίθετα των κατοίκων: Ροδάς, Φώτης, Αντωνίου κ.ά.



H Ακρόπολη της Μεγάλης Ελλάδας

Απότομος και ανηφορικός είναι ο δρόμος των 7 χλμ που ξεκινάει από το

Κοντοφούρι για το Γκαλιτσανό. Φτωχότερο απ’ όλα τα γκρεκοχώρια, σκαρφαλωμένο

σε απόκρημνο βράχο 621 μ. στη δεξιά όχθη του χειμάρρου της Αμεντολέας, υπήρξε

για πολλά χρόνια εντελώς απομονωμένο από τον έξω κόσμο, και έτσι κατόρθωσε να

διαφυλάξει τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά του. Το Γκαλιτσανό είναι το

ομορφότερο από όλα τα χωριά με χαρακτηριστική αρχιτεκτονική, δίπατα σπίτια με

εξωτερική σκάλα για το πάνω πάτωμα, μπαλκονάκια στολισμένα με λουλούδια, και

το κέρατο του βοδιού ή το πέταλο του αλόγου κρεμασμένο δίπλα στην εξώπορτα για

γούρι! Το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων του μιλάει πολύ καλά τα γκρεκάνικα

και τα νέα ελληνικά. Δύο χιλιόμετρα πριν από την είσοδο στο χωριό αντικρύζεις

τον νέο οικισμό, τα Πρωτινά Σπίτια ή Παλατσίνια ή Βούτσιντα, ο οποίος έγινε

για να στεγάσει τους πληγέντες από τις μεγάλες πλημμύρες του 1951. Ψυχή του

χωριού είναι ο αρχιτέκτονας και φωτογράφος Domenico Nuccera – ο Καλλιτέχνης -,

ο οποίος είναι από τους πρωτεργάτες της προσπάθειας για τη διατήρηση της

γλώσσας και της ορθόδοξης πίστης. Στην κεντρική πλατεία του χωριού (Άλιμος)

δεσπόζει η παλιά εκκλησία του Αγ. Ιωάννη του Βαπτιστή. Περπατώντας στα μικρά

δρομάκια του χωριού συγκινείσαι από τις ταμπέλες με τα ελληνικά ονόματα των

δρόμων: Οδός Παναγίας της Ελλάδος, οδός Φειδία κ.λπ. Στο Ανωχωρίο χτίστηκε

πρόσφατα και η μικρή ορθόδοξη εκκλησία της Παναγίας της Ελλάδας σχεδιασμένη

από τον Domenico Nuccera.



Το χωριό – φάντασμα

Ρηχούδι

Κατηφορίζοντας από το Βουνί και ενώ εναλλάσσονται τα τοπία, φτάνουμε στο

Ρηχούδι που κτίστηκε από βοσκούς οι οποίοι αρχικά ζούσαν στην Αμεντολέα και

στην Μπόβα και μετακόμισαν εκεί για να έχουν καλύτερη βοσκή για τα ζώα τους.

Όμως το Ρηχούδι ή Ροχούδι, όπως το λένε οι Ιταλοί, έσβησε μια νύχτα του 1971

όταν η δυνατή βροχή και ο βοριάς έφεραν κατολισθήσεις και η Γεωλογική Υπηρεσία

επέβαλε στους κατοίκους να το εγκαταλείψουν. Χτισμένο σε απότομη κατηφορική

πλαγιά, με τα δύο ποτάμια Αμεντολέα και Φουρία να καραδοκούν από κάτω, όλα τα

σπίτια νομίζεις ότι από ώρα σε ώρα θα κατρακυλήσουν στο ποτάμι. Ίσως γι’ αυτό

να πήρε και το όνομα Ρηχούδι, που σημαίνει «ρηχώδης», αφού χτίστηκε τόσο

χαμηλά.

Το Χωρίον του Ρηχουδίου

Μέλιτο ντι Πόρτο Σάλβο

Το Χωρίον του Ρηχουδίου δημιουργήθηκε από κατοίκους του Ρηχουδίου που διάλεξαν

ένα ψηλότερο μέρος για να μεταφέρουν το χωριό τους. Δυστυχώς όμως από τις

καταστροφικές πλημμύρες του 1973 δεν γλίτωσε ούτε το Χωρίο που βρίσκεται σε

519 μ. ύψος. Το 1988 εγκαταστάθηκαν οι πλημμυροπαθείς του Ρηχουδίου και του

Χωρίου στον οικισμό που ονομάστηκε Ρηχούδι Καινούργιο, και βρίσκεται κοντά στο

Μέλιτο ντι Πόρτο Σάλβο. Ο σύγχρονος αυτός οικισμός, που αποτελείται από όμοιες

εργατικές πολυκατοικίες, δεν θυμίζει σε τίποτα το πραγματικό Ρηχούδι και το

Χωρίο με τα στενά σοκάκια, την παλιά εκκλησία του Ευαγγελισμού στην πλατειούλα

του, τα «κηπούρια» με τα λαχανικά και τα καρποφόρα δέντρα, παρά μόνο όταν τα

βράδια μαζεύονται στην πλατεΐτσα γύρω από τη βρύση οι γέροντες και μιλούν τα

γκρεκάνικα.



Το χωριό των θρύλων

Πριν από πολλά χρόνια μια Ελληνίδα βασίλισσα, ίσως Σπαρτιάτισσα, ήρθε μαζί με

τα βόδια της και εγκαταστάθηκε εκεί με τον λαό της, λέει ο θρύλος, αφήνοντας

ένα γιγάντιο αποτύπωμα του ποδιού της πάνω στον βράχο. Ο λαός έβοσκε τα βόδια

στα πλούσια βοσκοτόπια και γι’ αυτό το μέρος ονομάστηκε Βούα – από τη λέξη

βόδι. Αργότερα οι Ιταλοί άλλαξαν το «υ» με το «β» και πήρε το όνομα Μπόβα.

Υπάρχουν δύο δρόμοι για να φτάσει κάποιος στο χωριό. Ο ένας, ο παραλιακός,

ξεκινώντας από τον Γιαλό του Βούα (Μπόβα Μαρίνα) περνάει από αμπέλια και είναι

σε πολύ καλή κατάσταση, ενώ ο δεύτερος που ενώνει το Χωρίο του Ρηχουδίου με

τον Βούα αποζημιώνει τον επισκέπτη με ανεπανάληπτα τοπία. Μετά τον δράκο με τα

βρασταρούδια του και τα πλατάνια, τις καστανιές, τις οξιές, τα έλατα μέσα από

το δάσος, θα συναντήσουμε το Κάστρο της Χώρας, όπως λέγεται αλλιώς ο Βούα, να

ξεπροβάλλει καλά φυλαγμένο στα γύρω βουνά. Ο Βούα βρίσκεται σε υψόμετρο 827

και έχει 1.175 κατοίκους. Το χωριό είναι πολύ όμορφο και έχει τα περισσότερα

αξιοθέατα. Οι πινακίδες των δρόμων είναι γραμμένες στα ελληνικά. Υπάρχουν

πολλές εκκλησίες – η Παναγία η Οδηγήτρια, η Αγία Κατερίνα, ο Άγιος Λέο,

πολιούχος Άγιος του Βούα -, μοναστήρια, το Αρχαιολογικό και το Λαογραφικό

Μουσείο του Δήμου, αρχοντικά πλούσιων οικογενειών. Στην κορυφή του λόφου που

βρίσκεται το Κάστρο η θέα είναι υπέροχη, καθώ το χωριό απλώνεται κάτω, και το

βλέμμα αφού περάσει από τους αμπελώνες, καταλήγει στη θάλασσα του Ιονίου.


Αφήνοντας τα Γκρεκοχώρια του Ασπρομόντε, ο παραλιακός δρόμος της «Ακτής των

Γιασεμιών» περνάει από τον Γιαλό του Βούα ή Μπόβα Μαρίνα. Ο Γιαλός του Βούα,

που παλιά λεγόταν και Φούντουκας, είναι μια σύγχρονη κωμόπολη με 3.786

κατοίκους. Με μοντέρνες πολυκατοικίες, εστιατόρια, μπαρ, ζαχαροπλαστεία,

οργανωμένες πλαζ, ξαφνικά νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε άλλο κόσμο. Πινακίδες με

τα ελληνικά ονόματα στους δρόμους, επίσης το Κέντρο Ελληνόφωνων Σπουδών, όπου

ο καθηγητής κ. Filippo Violi, σε άπταιστα ελληνικά, εξήρε τη βοήθεια που έχουν

παράσχει ελληνικοί φορείς στο Κέντρο, αλλά δυστυχώς η γλώσσα μας, είπε,

«στέκει πεθαίνοντας». Είμαστε Γκρέτσι στη μνήμη, την καρδιά, την κουλτούρα,

την παράδοση…



H γκρεκάνικη διάλεκτος

Το 1802 ένας Εγγλέζος περιηγητής, ο John Chetwode Eustace, ανακάλυψε τα

ελληνικά χωριά της Καλαβρίας και αργότερα (το 1820 και το 1851), δημοσίευσε

τις εντυπώσεις του και υλικό της «περίεργης» διαλέκτου που μιλούσαν. Ανάμεσα

στους γλωσσολόγους, ο καθηγητής Γιώργος Χατζιδάκις το 1890 υποστήριξε πως οι

ελληνόφωνοι της Καλαβρίας κατάγονται από τη Μεγάλη Ελλάδα και ομιλούν

αδιαλείπτως την ελληνική γλώσσα από τον 8ο π.X. αιώνα μέχρι σήμερα,

τεκμηριώνοντας τις απόψεις του σε επιστημονικά περιοδικά. Ο Γερμανός

γλωσσολόγος Gerhard Rholfs άρχισε τις έρευνές του 30 χρόνια αργότερα και στην

πορεία συνέταξε λεξικό και γραμματική της γκρεκάνικης γλώσσας υποστηρίζοντας

την άποψη του καθηγητή Γιώργου Χατζιδάκι, όπως επίσης την υποστήριξε και ο

καθηγητής Αναστάσιος Καραναστάσης από την Ακαδημία Αθηνών. Οι ελληνόφωνοι λένε

ότι οι παππούδες τους έμαθαν ότι είναι ελληνόφωνοι όταν άρχισαν να τους

επισκέπτονται οι επιστήμονες ερευνητές. Οι ίδιοι οι ελληνόφωνοι, ζώντας

απομονωμένοι στα βουνά του Ασπρομόντε, δεν γνώριζαν την ιδιαιτερότητα της

γλώσσας τους και την καταγωγή τους. Μίλαγαν γκρεκάνικα, είχαν έθιμα ελληνικά,

χωρίς όμως να γνωρίζουν την ελληνικότητά τους αφού ζούσαν απομονωμένοι στις

απότομες πλαγιές. H ένωση της Ιταλίας το 1860 τους έφερε γλωσσικά αντιμέτωπους

με τους υπόλοιπους αφού η γλώσσα τους ήταν ακατανόητη. H άνοδος του Μουσολίνι

στην εξουσία επέβαλε την εξάλειψη των διαλέκτων. Το 1930 το σχολείο έγινε

υποχρεωτικό και το πρόβλημα έγινε εντονότερο αφού τα παιδιά αδυνατούσαν να

καταλάβουν την ιταλική γλώσσα. Το 1999 ψηφίστηκε διάταγμα από την Ιταλική

Βουλή για την προστασία των γλωσσικών μειονοτήτων και για την εισαγωγή του

μαθήματος των Γκρεκάνικων στα σχολεία της περιοχής. Επίσης στην Μπόβα Μαρίνα

υπάρχει το Ινστιτούτο Ελληνόφωνων Σπουδών όπου διδάσκονται μαθήματα

γκρεκάνικης αλλά και νεοελληνικής γλώσσας.



Γεύσεις

Αγαπημένη σπιτική πάστα (ζυμαρικά) με φρεσκοκομμένο βασιλικό και πιπεριά,

«αίγα» (κατσίκα) κρασάτη, ποικιλία ντόπιων τυριών και αλλαντικών, ψωμί ζυμωτό,

αυγά από το κοτέτσι, λαχανικά από το περιβόλι, φρέσκο γάλα από την κατσίκα στο

ποτήρι σας, θα απολαύσετε από την κ. Μίκα και τον άντρα της Λεό, που μιλάνε

και οι δυο τα γκρεκάνικα, ζουν στο Γκαλιτσανό, και αναλαμβάνουν να μαγειρέψουν

στο σπιτικό τους για τους επισκέπτες. Στο Γκαλιτσανό υπάρχει και ταβέρνα που

σερβίρει παραδοσιακές νοστιμιές και μπορεί να εξυπηρετήσει μέχρι 20 άτομα (

πληρ. P. Ροντά ) αρκεί βέβαια να έχετε οπωσδήποτε ενημερώσει από πριν για τον

ερχομό σας (αλλιώς θα τη βρείτε κλειστή). Στο Ροκαφόρτε ντελ Γκρέκο υπάρχουν

δύο μπακάλικα (ένα στην είσοδο και ένα κοντά στην πλατεία) που φτιάχνουν

σάντουιτς. Στην Μπόβα μπορεί κανείς να φάει στο μαγαζί του κ. Αντόνιο (στην

είσοδο του χωριού) που είναι ένας από τους ελάχιστους Γκρεκάνους της Μπόβα.

Καφενείο – Μπαρ, όπως το λένε οι ίδιοι, υπάρχει σε όλα τα χωριά εκτός από το

Ρηχούδι, Χωρίο του Ρηχουδίου, και την Αμεντολέα, ενώ περισσότερο τουριστική

είναι η Μπόβα Μαρίνα όπου θα βρείτε αρκετές ταβέρνες και ζαχαροπλαστεία.

Δοκιμάστε τα εξαιρετικά κανολάκια (φλογέρες) με γέμιση από κρέμα ρικότας.

Πού να μείνετε:

Οι επιλογές καταλύματος στα χωριά είναι πολύ περιορισμένες και εξαρτάται

από τον χρόνο που θέλετε να διαθέσετε αν θα επιλέξετε κάποιο από τα ξενοδοχεία

του Ρέτζιο ή θα προτιμήσετε να μείνετε στα χωριά. Στο Γκαλιτσανό ο σύλλογος

Κουμέλκα διαθέτει δωμάτια και σπίτια επιπλωμένα με κουζίνα και μπάνιο για

οικογένειες σε πολύ χαμηλές τιμές (Ραφ. Ροντά: 0039-3475.328.566). Στην

Αμεντολέα, σε πολύ καλή τοποθεσία με θέα στο ποτάμι, δημιουργήθηκε η αγροικία

Il Bergamotto (τηλ. 0039-0965-727.213). Στην Μπόβα και στην Μπόβα Μαρίνα, θα

βρείτε πολλά ενοικιαζόμενα δωμάτια.

ΑΞΙΖΕΙ NA ΔΕΙΤΕ

* Στην Αμεντολέα το Νορμανδικό Κάστρο που κτίστηκε το 1154 καθώς

και τα ερείπια των εκκλησιών του Αγ. Παντελεήμονα, της Αγίας Κατερίνας, του

Αγ. Σεβαστιανού και, ανάμεσα στις ελιές, του Αγ. Νικολάου.

* Στο Γκαλιτσανό την εκκλησία του Αγ. Ιωάννη και την

εκκλησία Παναγία της Ελλάδας.

* Το εγκαταλελειμμένο χωριό-φάντασμα Ρηχούδι με την καταπληκτική

θέα στα βουνά του Ασπρομόντε και στον ποταμό Αμεντολέα.

* Από το Χωρίο Ρηχουδίου προς την Μπόβα, τα δύο τεράστια βράχια που ο

θρύλος θέλει να είναι ο δράκος που τα τεράστια μάτια του είναι σκαλισμένα στη

πέτρα, και τα «βρασταρούνια» του τα παιδιά του, που βρίσκονται εκεί για να

προσέχουν το χωριό από τις επιδρομές των βαρβάρων.

* Στην Μπόβα το Κάστρο, τον Καθεδρικό Ναό, τις εκκλησίες

της Αγ. Κατερίνας, του Αγ. Λέο, του Αγ.

Ρόκκο, του Αγ. Πνεύματος. Το Λαογραφικό Μουσείο

που στεγάζεται στο Δημαρχείο της Μπόβα στην κεντρική πλατεία, όπως και το

Λαογραφικό Μουσείο στο Δημαρχείο της Μπόβα Μαρίνα.

* Το Αρχαιολογικό Μουσείο του Ρέτζιο με τα περίφημα μπρούντζινα

αγάλματα του Ριάτσε.

Πώς να πάτε:

Με την Alitalia πηγαίνετε στο Ρέτζιο της Καλαβρίας (Reggio di Calabria)

μέσω Ρώμης. Οικονομικότερη και συντομότερη πρόταση είναι η Air Malta

που πετάει στην Κατάνια της Σικελίας μέσω Μάλτας. Από εκεί θα πάρετε το

υπεραστικό λεωφορείο ή το τρένο (πολύ συχνά δρομολόγια) μέχρι τη Μεσσίνα (

περίπου 1 ώρα και 40 λεπτά ) και θα περάσετε στο Ρέτζιο με το ιπτάμενο δελφίνι

(20΄). Το κοντινότερο χωριό είναι ο Γιαλός του Βούα (Bova Marina) και απέχει

από το Ρέτζιο 43 χλμ, και το μακρινότερο το Ρηχούδι (Roghudi), που απέχει 64

χλμ (στα βουνά). Οι κάτοικοι των χωριών μετακινούνται πάντα με δικό τους

μεταφορικό μέσο αφού δεν υπάρχει κανένα τακτικό μέσο μαζικής μεταφοράς. Για

ασφαλέστερες μετακινήσεις στα βουνά, προτιμήστε καλύτερα να νοικιάσετε

αυτοκίνητο με έμπειρο οδηγό-ξεναγό, γνώστη της περιοχής, το οποίο ο Σύλλογος

Ελληνοφώνων Καλαβρίας (Κουμέλκα) αναλαμβάνει να σας διαθέσει για όλη τη

διάρκεια της επίσκεψής σας σε πολύ χαμηλές τιμές. Πληρ. Ραφαέλε Ροντά:

0039-3475328566. Οι δρόμοι που ενώνουν τα χωριά μεταξύ τους είναι στενοί,

πολλές φορές απότομοι, σε κακή κατάσταση από τις πλημμύρες και τους βράχους

των κατολισθήσεων, και λίγα κομμάτια είναι ασφαλτοστρωμένα. Αν αποφασίσετε να

πάτε με δικό σας αυτοκίνητο, φροντίστε να είναι σε άριστη κατάσταση και να

έχετε οτιδήποτε μπορεί να χρειαστεί για να αντιμετωπίσετε ενδεχόμενη βλάβη. Τα

κινητά τηλέφωνα δεν έχουν σύνδεση σε όλα τα σημεία της διαδρομής, ενώ πρατήριο

βενζίνης υπάρχει μόνο στα χωριά Κοντοφούρι και Μπόβα Μαρίνα.

Χρήσιμα τηλέφωνα:

Δήμος Κοντοφούρι: 0039-0965-727046, Δήμος Μπόβα: 0039-0965-762013, Δήμος

Ροκαφόρτε ντελ Γκρέκο: 0039-0965-722812, Δήμος Ρηχουδίου: 0039-0965-789140.