Όσο μεγαλώνει η δημόσια εικόνα της κοινωνίας μας ως μιας συλλογικής σύναξης

εκπορνευμένων ατόμων τόσο οι ίδιοι οι άνθρωποι γίνονται πιο συντηρητικοί.

Φαινομενικά, τουλάχιστον. Σε παλαιότερα χρόνια κοινωνίες που δεν

χειραγωγούνταν στον βαθμό που συμβαίνει σήμερα από τα μέσα επικοινωνίας,

άνθρωποι που τους χαρακτήριζαν τεράστιες διαφορές σε σχέση με τους

«κανονικούς» ανθρώπους, μπορούσαν να κοιμούνται ήσυχοι. Δίχως τον διαρκή φόβο

πως θα τους συμβεί κάποιο ανεπανόρθωτο κακό.

Ένα απλό παράδειγμα: Σε μια επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, στα μέσα της δεκαετίας

του ’50, σε μια μάλλον λαϊκή γειτονιά και σε μια ταπεινή μονοκατοικία, έμενε

μια χήρα με τον ομοφυλόφιλο γιο της κι ένα τεράστιο λυκόσκυλο. Τη χήρα, όταν

την έβλεπε κανείς, ακόμη κι αν την αγνοούσε, αυθορμήτως θα του ανέβαινε στα

χείλη η λέξη «αντρογυναίκα». Πολλά ψιθυρίζονταν για την ίδια και τη «σχέση»

της με το λυκόσκυλο, αλλά και για τον γιο της, που αργά τις νύχτες τριγυρνούσε

στο λιμάνι (η πόλη ήταν παραθαλάσσια και η δουλειά του ομοφυλόφιλου γιου δεν

ήταν νυχτερινή και, μάλιστα, στο λιμάνι). Όμως ώς εκεί. H καθημερινότητά τους

ήταν ίδια με όλων των άλλων ανθρώπων, και ανεξάρτητα, με όσα συζητούνταν, όταν

οι ίδιοι δεν ήταν μπροστά, ζούσαν απολύτως ενταγμένοι μέσα στην μικροκοινωνία

τους. Κανείς δεν διανοούνταν να τους κάνει τη ζωή δύσκολη, το απόγευμα η χήρα

έπινε το καφεδάκι της με τις άλλες γειτόνισσες κι ο γιος της σύχναζε όπου και

οι υπόλοιποι άντρες της συνοικίας. Αν τώρα με κάποιους από αυτούς συναντιόταν

τις νύχτες στο λιμάνι, αυτό δεν θα ξέφευγε ποτέ από το στόμα κανενός.

Υποκρισία; Ασφαλώς πολύ λιγότερη από τη σημερινή που, καθώς θα κατέχονταν

διαρκώς από τον φόβο ότι μπορούν να γίνουν, ανά πάσα στιγμή, «θέαμα», η αγωνία

τους μη μάθει κανείς οτιδήποτε θα τους έκανε να μετέρχονται χίλια δυο

τεχνάσματα. Μένει κανείς ενεός, καθώς συνειδητοποιεί ότι κοινωνίες που

λογαριάζονται προοδευτικές και χειραφετημένες, ανακάλυψαν, ως βόρβορο, θέματα

που κοινωνίες πραγματικά στενές και μίζερες τα είχαν τακτοποιημένα ως κάτι

φυσιολογικό, χωρίς να δείχνουν πως εκπλήσσονται και ταράζονται.

Αναρωτιέται, ωστόσο, κανείς αν όλος αυτός ο θεωρούμενος «βόρβορος», θα

ανακινούνταν και θα μεταβαλλόταν σε θέαμα, σε περίπτωση που η στηλίτευση

παρέμενε μια πράξη ηθικής καταγγελίας που την είχε προκαλέσει η αγανάκτηση και

μόνο. Δεν συνδυαζόταν, δηλαδή, η ανακίνηση του «βόρβορου» με την ευρεία

δημοσιότητα και τα μεγάλα οφέλη του καταγγέλοντος. Δυο πράγματα όμως θα έπρεπε

να μας αναχαιτίζουν όλους μας, όσο άπληστοι κι αν είμαστε για «ενημέρωση» ή

όσο αθώα κι αν χαριεντιζόμαστε, εις βάρος των άλλων, για την οποιαδήποτε

«ανορθόδοξη» συμπεριφορά:

Με τους τρόπους αυτούς αυγαταίνουμε τα συντηρητικά ανακλαστικά μέσα στους

ανθρώπους ώστε να ισχυροποιούνται ακόμη περισσότερο οι παντεπόπτες κρατικοί

μηχανισμοί και ο πιο ενάρετος να ζει με τον φόβο ότι παρανομεί.

Κι ότι ο «βόρβορος» και η διαρκής ανακίνησή του δεν είναι μόνο θέμα της

δημοσιογραφίας (και δη της ηλεκτρονικής με τον άμεσα εξαργυρώσιμο χαρακτήρα),

αλλά πρωτίστως της λογοτεχνίας, γιατί, όπως κάθε βόρβορος, προϋποθέτει

συγκλονιστικές ανθρώπινες σχέσεις.

Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Λέξη».