Το ψηλότερο βουνό που έχει ν’ ανέβει κάποιος, άτομο ή ομάδα, για να φθάσει

στην αθλητική επιτυχία είναι το ξεπέρασμα της αίσθησης ότι το σύμπαν συνωμοτεί

εναντίον του. H υπέρβαση της αδικίας δεν σημαίνει, φυσικά, ότι στον αθλητισμό

δεν υπάρχει αδικία ­ αντίθετα, εκεί είναι που κάνει τις περισσότερες

εμφανίσεις της. Και η εβδομάδα που πέρασε μας έδωσε πολλές αφορμές για να το

θυμηθούμε.

H πρώτη, και πιθανότατα και πιο σκληρή, μορφή αδικίας είναι η αίσθηση που

δίνει ορισμένες βραδιές το ποδόσφαιρο, ότι ό,τι και να κάνεις, όσο καλά και να

παίξεις, αποκλείεται να φθάσεις στον στόχο σου. Αυτό έζησε η Μπαρτσελόνα την

Τρίτη στο παιχνίδι-πανδαισία με την Τσέλσι. Απέδειξε τη δύναμή της γυρίζοντας

ένα παιχνίδι που πήγαινε για συντριβή, άφησε ανεξίτηλο το ίχνος τής τέχνης

κάποιων παικτών που κάνουν την ιστορία αυτής της μεγάλης ομάδας, αλλά και

προδόθηκε από την κατάρα του ανεκπλήρωτου, που είναι γι’ αυτήν η άλλη όψη της

ομορφιάς και το βασικό συστατικό της έλξης και της αίγλης της. H αδικία σ’

αυτό το παιχνίδι ήταν, πρώτον, ότι έπρεπε να τελειώσει και, δεύτερον, ότι μία

από τις δύο ομάδες έπρεπε ν’ αποκλειστεί. Κι αυτή δεν μπορούσε παρά να ήταν η

Μπάρτσα, ακριβώς επειδή ο τρόπος παιχνιδιού της παραείναι θελκτικός, ακριβώς

επειδή ο Ροναλντίνιο παραείναι εκτός αυτού του κόσμου, ακριβώς επειδή έχει

έναν προπονητή τζέντλεμαν, που αρνήθηκε να χρεώσει τον αποκλεισμό σ’ ένα

τέταρτο γκολ, πιθανότατα και επιθετικό φάουλ και οφσάιντ. Πράττοντας έτσι, η

Μπάρτσα και ο Ράικαρντ ανήγαγαν την αδικία σε μορφή τέχνης κι έκαναν τον

υπερφίαλο Μουρίνιο να μοιάζει με ευνοημένο της μοίρας, αλλά παρία της φίλαθλης

ψυχής.

Εντελώς άλλου είδους αδικία, του τύπου «τι έφταιξα και μου πήγαν όλα στραβά»,

δικαιούται να αισθάνεται ο Ολυμπιακός, τόσο από την ήττα της Πέμπτης από τη

Νιούκαστλ όσο και από την κυριακάτικη ισοπαλία με την AEK. Στο πρώτο παιχνίδι,

η μήνις του στράφηκε περισσότερο από όσο έπρεπε εναντίον τού πράγματι

ανεκδιήγητου διαιτητή κι έτσι, σύμφωνα με έναν άγραφο νόμο του αθλητισμού,

έμελλε να πληρώσει τον εκνευρισμό του και στο επόμενο παιχνίδι. Με τους

Εγγλέζους ανθρακωρύχους και απέναντι στην παροιμιώδη ψυχραιμία τους, η ομάδα

του Μπάγιεβιτς αφέθηκε να υποταγεί σ’ έναν πόλεμο νεύρων, στην αίσθηση ότι ο

άρχοντας του αγώνα ήθελε πάση θυσία να της κάνει κακό. Το μεγάλο σφάλμα του

τελευταίου δεν ήταν τόσο οι αποφάσεις σε όλες τις καθοριστικές φάσεις όσο η

έλλειψη κατανόησης του παιχνιδιού, η καταστροφή του από το δέκατο λεπτό (με

την αποβολή, όχι το πέναλτι), η άρνησή του να καταλάβει ότι στο γήπεδο η

«δικαιοσύνη» δεν απονέμεται, αλλά κατακτάται (κάτι που σέβεται σχεδόν πάντα ο

Κολίνα, γι’ αυτό και πέρασε σχεδόν απαρατήρητο το λάθος του στη φάση που

καταδίκασε την Μπαρτσελόνα). Με τα νεύρα κόμπο, ο Ολυμπιακός αδικήθηκε από το

παιχνίδι, αλλά και αδίκησε τον εαυτό του και εναντίον της AEK, μιας ομάδας

αγωνιστικά πολύ κατώτερής του, αλλά με εντελώς αντίθετη ψυχολογία. Θα έκανε

λοιπόν θλιμμένα Κούλουμα, αλλά αν ακολουθήσει το παράδειγμα της Μπαρτσελόνα

μπορεί ν’ αντλήσει δύναμη για την τελική ευθεία ενός Πρωταθλήματος που τώρα

ξέρει ότι χρειάζεται πολύ περισσότερο σκαρφάλωμα απ’ όσο περίμενε.