Δεν είχε άδικο ο Πρωθυπουργός που στάθηκε τόσο πολύ στο θέμα της

ανταγωνιστικότητας, κατά τη συνέντευξη Τύπου της περασμένης Τρίτης. H

ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι πράγματι χαμηλή. Τα ελληνικά

προϊόντα και οι υπηρεσίες είναι συγκριτικά ακριβά ή κακής ποιότητας (ή και τα

δύο), με αποτέλεσμα να μη βρίσκουν τον δρόμο τους στις αγορές του εξωτερικού.

Ενίοτε, μάλιστα, χάνουν τη θέση τους και στην εγχώρια αγορά. Αυτό αποθαρρύνει

σταδιακά τους επενδυτές, αφού δεν προσδοκούν υψηλές αποδόσεις. Έτσι, η ανεργία

διατηρείται πεισματικά σε υψηλά επίπεδα, όπως ήδη συμβαίνει εδώ και καιρό, ενώ

υπάρχει κίνδυνος να αυξηθεί.

Σωστή, λοιπόν, η επισήμανση του προβλήματος από τον Πρωθυπουργό. Μόνο που τα

θεμέλια της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας υπονομεύθηκαν από την

ίδια την κυβέρνησή του, τον τελευταίο χρόνο, με τους χειρισμούς της στο θέμα

της δημοσιονομικής απογραφής.

Βασική προϋπόθεση

Είναι γενικώς παραδεκτό, ότι μια βασική προϋπόθεση για την προσέλκυση ξένων

κεφαλαίων – αυτή που εξετάζουν πρώτη απ’ όλες οι υποψήφιοι επενδυτές

προκειμένου να τοποθετηθούν σε μια χώρα – είναι η μακροοικονομική σταθερότητα.

Αυτό τουλάχιστον δείχνει η διεθνής εμπειρία, όπως τη μεταφέρουν στις μελέτες

τους οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί. H Ελλάδα δεν ικανοποιεί πια αυτή την

προϋπόθεση, που είχε εξασφαλίσει τα προηγούμενα χρόνια ύστερα από πολύ κόπο.

Μετά την απογραφή, αυτό που εισέπραξαν οι ξένοι επενδυτές ήταν ότι τα

δημοσιονομικά μεγέθη στην Ελλάδα αυξομειώνονται σαν το λάστιχο, κάτι που

δείχνει έλλειψη συνέπειας και σοβαρότητας.

Ποιο σχέδιο;

Από τη στιγμή που έγινε αυτή η ζημιά, όποια μέτρα κι αν πάρει η κυβερνηση για

να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, θα έχουν συγκριτικά μικρή

σημασία. Άλλωστε, από τη συνέντευξη του Πρωθυπουργού, τουλάχιστον, δεν

προέκυψε η ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για την τόνωση της

ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Το μόνο που εξήγγειλε ήταν ένα όχι και πολύ

φιλόδοξο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, εν πολλοίς γνωστό. Αυτό δεν συνιστά

σχέδιο για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας.

Το κακό είναι πως ούτε το σχέδιο για την αποκατάσταση της μακροοικονομικής

σταθερότητας βαδίζει σε ασφαλές έδαφος. Μπορεί ο Πρωθυπουργός να μίλησε για

εξοικονόμηση 3 δισ. ευρώ (άγνωστο το από πού και το πότε), αλλά το οικονομικό

επιτελείο δυσκολεύεται να καταρτίσει ένα αξιόπιστο διετές πρόγραμμα που να

οδηγεί σε μείωση του ελλείμματος κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Τα τρία σενάρια που

ετοιμάζει, βασίζονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αισιοδοξίας για την

ανάπτυξη και προϋποθέτουν την εφαρμογή λιγότερο ή περισσότερο δυσάρεστης για

τον κόσμο πολιτικής λιτότητας. Άρα, η έκβασή τους δεν είναι σίγουρη. Για ποια

πολιτική ανταγωνιστικότητας μιλάμε λοιπόν;