Άσχημη εβδομάδα για να μιλήσει κανείς για αθλητισμό. Κι ας κινδυνεύει ν’

αδικήσει έτσι το ένδοξο Αιγάλεω.

Γιατί, για να φθάσει στην ομάδα του Χατζάρα και στον κάθε Δαβίδ που κόβει με

τη δική του χατζάρα κεφάλια υποτιθέμενων αθλητικών Γολιάθ, πρέπει να ξεπεράσει

τις αποκαλύψεις για τα ειδικά μη ανιχνεύσιμα σκευάσματα που ενσυνείδητα και

συστηματικά χρησιμοποιούσαν οι Αμερικανοί αθλητές στίβου για να σαρώσουν τα

ρεκόρ και τους αντιπάλους τους. Πρέπει να παραδεχτεί ότι άλλοι Δαβίδ δεν είχαν

καμία τύχη να νικήσουν αυτούς τους Γολιάθ, όχι γιατί δεν μπορούσαν να γίνουν

καλύτεροι -που πιθανότατα δεν μπορούσαν-, ούτε γιατί ήθελαν να μείνουν «αγνοί»

σ’ έναν κόσμο βρωμιάς -που πιθανότατα δεν ήθελαν-, αλλά γιατί δεν μπορούσαν να

είναι τόσο οργανωμένοι στην κοροϊδία των κανόνων του παιχνιδιού, τόσο

εφευρετικοί στην καταστροφή των κορμιών τους για την κατάκτηση εφήμερης δόξας.

Το δράμα με τους διάφορους Γιανγκ, Γουάιτ και όσους άλλους πιάστηκαν και

συνέβαλαν άθελά τους ν’ ανοίξει το κουτί της Πανδώρας δεν είναι ότι δεν ήταν

μεγάλοι αθλητές και γι’ αυτό έπαιρναν αναβολικά, αλλά ότι όντας πολύ μεγάλοι

δεν μπόρεσαν να τ’ αποφύγουν. Ένας εξάλλου από τους μεγαλύτερους αθλητές όλων

των εποχών, ο Καρλ Λιούις, αποτελεί πια το πειστικότερο σύμβολο αυτού του

δράματος.

Γιατί, για ν’ αφεθεί κάποιος να εκδηλώσει το ενδιαφέρον και την αδημονία του

για μια οργάνωση σαν το Τσάμπιονς Λιγκ, πρέπει να ξεπεράσει την είδηση για τις

δεκάδες σύριγγες που άφησε πίσω της η αποστολή της Σπόρτινγκ Λισαβώνας,

φεύγοντας από ένα παιχνίδι του Κυπέλλου Ουέφα στη Σκωτία. Πρέπει να συνδυάσει

αυτή την είδηση με το πολλοστό κρούσμα χρήσης απαγορευμένων ουσιών που

ανιχνεύθηκε μεσοβδόμαδα στην Ιταλία (ένας παίκτης της Πάρμα, άγνωστος αυτός

αλλά της πασίγνωστης Πάρμα) και με τις προ διετίας αποκαλύψεις του γενναίου

και γι’ αυτό παροπλισμένου προπονητή Ζέμαν για τις πρακτικές «υποστήριξης» των

παικτών ομάδων σαν τη Γιουβέντους. Και οφείλει να καταλήξει να θεωρεί ότι πίσω

και από το ποδόσφαιρο υπάρχει γενικευμένη υποκρισία και γενικευμένη χρήση

απαγορευμένων μεθόδων.

ΒΟΥΝΑ ΑΝΑΒΟΛΙΚΩΝ

Γιατί, για να μην κοροϊδεύει κανείς τον εαυτό του όταν αγωνιά, ως φίλαθλος και

ως Έλληνας, για την προετοιμασία και για την επιτυχία των Ολυμπιακών, πρέπει

να ξεπεράσει τα βουνά των αναβολικών και των μαρτυριών, που ακολουθούν, όπως

προχθές ξανά, ένα Ολυμπιακό άθλημα σαν την ποδηλασία. Πρέπει να πείσει τον

εαυτό του -αλλά πώς; – ότι δεν αφορούν κι άλλα, ή τουλάχιστον πολλά άλλα,

Ολυμπιακά αθλήματα. Πρέπει να προσπαθήσει να πάρει θάρρος από τη σκέψη ότι

κανένα φάρμακο δεν μπορεί από μόνο του να γεννήσει ομορφιά και δύναμη ψυχής –

τα δύο στοιχεία που κάνουν τον αθλητισμό πολύτιμο και αναντικατάστατο. Και πώς

μπορεί τότε να μην καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η χημική και οι άλλες μορφές

απάνθρωπης υποστήριξης δεν σχετίζονται και δεν επηρεάζουν το άστρο μιας

Κομανέτσι κι ενός Έντι Μερξ, αλλά μπορεί -απλώς μπορεί- να έφτιαξαν το όνομα

δεκάδων άλλων λιγότερο λαμπερών νικητών;

Γιατί, για να δεχτεί κανείς τον αθλητισμό σαν έναν τρόπο ζωής που τείνει στο

ξεπέρασμα του εαυτού τού αθλητή, πρέπει να ξεπεράσει και τα τελευταία

κρούσματα χρήσης χασίς και τεστοστερόνης από τους «φιλοξενουμένους» μας στο

χώρο του ελληνικού μπάσκετ. Δεν πρέπει να τα μπερδέψει με το θέαμα και με τα

καρφώματα αλλά με μια «επαγγελματική» νοοτροπία στην οποία θέση έχουν μόνο τα

λεφτά και οι «απολαύσεις» και σχεδόν καθόλου ο σεβασμός του αθλητισμού και των

φιλάθλων.

Όλα τα παραπάνω δεν καθιστούν τον αθλητισμό λιγότερο συναρπαστικό. Δεν

αλλάζουν το ενδιαφέρον, αλλά τη ματιά των φιλάθλων. Και γι’ αυτόν ίσως το λόγο

δίνουν, τελικά, μεγαλύτερη αξία σε κατορθώματα σαν το σαββατιάτικο του «Σίτυ»,

έστω και επί του ημιθανούς Παναθηναϊκού.