H Επανάσταση του 1821 ενέπνεε τους ποντιακούς πληθυσμούς στις αρχές του 20ού

αιώνα. H φωτογραφία είναι από το Βατούμι (Αρχείο K. Σινδοπούλου)

H θέση της προφορικής μαρτυρίας στην επιστήμη της ιστοριογραφίας υπήρξε

επισφαλής. Ο σκεπτικισμός αφορούσε στην αφήγηση και στη διαπλοκή της με το

αντικείμενο και τις πηγές της ιστορικής μελέτης. Οι προφορικές μαρτυρίες

θυσιάστηκαν εν πολλοίς στον βωμό της αντιπροσωπευτικότητας και της εγκυρότητας

των πηγών. Την εμμονή αυτή θεράπευσε ίσως η εγελιανή σκέψη η οποία, σε ό,τι

αφορά την ιστορία, έφερε στο προσκήνιο το υποκειμενικό στοιχείο επισημαίνοντας

την ανάγκη των ανθρώπινων κοινοτήτων για μια αφηγηματική ιστορία αναπαράστασης

τού «δέον γενέσθαι». Οι νεωτερικές απόψεις γύρω από την αφηγηματικότητα της

ιστοριογραφίας συνέβαλαν στην ουσιαστική αποκατάσταση της σχέσης: τέθηκε υπό

αμφισβήτηση ο θετικισμός, που προσέδιδε αντικειμενικό χαρακτήρα στο ιστορικό

γεγονός και θεωρούσε τη γραπτή πηγή ως ακριβή αναπαράσταση της

πραγματικότητας. Και από τη στιγμή που αναθεωρήθηκε η έννοια της

αντικειμενικότητας στην ιστορική αφήγηση έληξε και η προνομιακή μεταχείριση

των γραπτών πηγών εις βάρος των προφορικών: δεν υπάρχει ιστορία χωρίς αφήγηση

και αφήγηση χωρίς ιδεολογικό υπόβαθρο.

H αξία της προφορικής μαρτυρίας εν τούτοις δεν αφορά σε ποιοτικά κριτήρια αλλά

σε ιστορικά: έχει καταγραφεί στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο άπαξ και

ουδείς μεταγενέστερος μπορεί να αναλάβει με την ίδια αρμοδιότητα, και κυρίως

αυθεντικότητα, το έργο του μάρτυρα. Στην ατομική της πάντοτε διάσταση η

αφήγηση παρουσιάζει μια εκφραστική οντότητα, που μόνον ο ίδιος ο

μάρτυρας-αφηγητής κατέχει. Ο λόγος είναι πηγαίος, αυθόρμητος, συγκλονιστικός,

δεν είναι εν τούτοις «κοινός». Ας αναλογισθούμε ότι η προσπάθεια των ατόμων να

αφηγηθούν τις εμπειρίες τους αναβιώνοντας συνθήκες και γεγονότα ενισχύει την

εμπιστοσύνη τους στην αποτύπωση της δικής τους εκδοχής. Έτσι,

συνειδητοποιώντας ότι είναι «δημιουργοί» της δικής τους ιστορίας και της

ιστορίας των άλλων, ανακτούν τον αυτοσεβασμό για την ιστορικότητά τους.

H νοσταλγία αποτελεί, όχι σπάνια, καλή αφορμή για εξωραϊσμό του παρελθόντος.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο μεγάλος ιστορικός κλονισμός του ξεριζωμού

εγγεγραμμένος στη νεοελληνική συνείδηση ως ο τραγικός επίλογος του

μεγαλοϊδεατικού οράματος ενείχε όλα τα συστατικά για μια τραυματική συλλογική

μνήμη και τη συνακόλουθη μυθοπλαστική της διαχείριση.

Εν τούτοις, μπροστά στην απώλεια του υπαρκτού, της πατρογονικής δηλαδή

μικρασιατικής γης, η πρωτοβουλία και η τιτάνια προσπάθεια της Μέλπως Μερλιέ

και των συνεργατών της αντέστρεψαν τους όρους ώστε να ανακτηθεί η απώλεια σε

άλλο επίπεδο: μέσα από τη συλλογή των μαρτυριών των προσφύγων και τη

συγκρότηση του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης ανασυντίθεται ο γεωγραφικός και

ιστορικός χάρτης των «χαμένων πατρίδων». Και αν το ανυπέρβλητο και επιτακτικό

αίτημα της αποδοχής και ενσωμάτωσής του κατέστησε το προσφυγικό στοιχείο

καταλύτη της κοινωνικής ιστορίας της συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους, η

αποθησαύριση των προφορικών του μαρτυριών το ανέδειξε και το κατοχύρωσε ως

φορέα της ιστορικής γνώσης που συμπράττει στη νοερή ανασύσταση της ιστορικής

του παρουσίας.

Οι μαρτυρίες της Εξόδου δεν αποκρύπτουν τις αδικίες, τη βία και τις

αγριότητες. Συνδέονται με οδυνηρές και τραγικές στιγμές άλλωστε. Κατ’ ουσίαν,

οι μαρτυρίες αυτές είναι σαν τα κομποδέματα, τα φορτία των ίδιων των

προσφύγων. Ανοίγεις και ανακαλύπτεις πολύτιμα και αναπάντεχα κειμήλια: την

ψυχική τους σύνδεση με τη γη τους, τη φιλοπονία, τη στωικότητα, την

αλληλεγγύη, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, την πίστη στη φιλία, την

ευγνωμοσύνη. Την αξιοπρέπεια. Απουσιάζει πάντως το τυφλό μίσος. Από τις

μαρτυρίες αυτές απαυγάζει η πολυσημία και η αμφιγνωμία της ανθρώπινης ψυχής.

Αλλά και η αντινομία, ενίοτε, μεταξύ του ατομικού ψυχισμού και του ψυχισμού

της ομάδας. H ανάγνωσή τους συγκλονίζει αλλά ταυτόχρονα εντυπωσιάζει με την

αποκάλυψη του ανθρωπισμού που τις διατρέχει. Σε ολόκληρο το Αρχείο Προφορικής

Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών η επιστημονική μακροθυμία με την

οποία προσεγγίσθηκε η ιστορική παρουσία του ελληνισμού στη Μικρά Ασία είναι

εμφανής: ο συγκρητισμός και η συμβίωση, η εθνική και θρησκευτική ετερότητα, τα

πολυπολιτισμικά μορφώματα, οι γλωσσικές ιδιαιτερότητες υπήρξαν από τα βασικά

εργαλεία του μεθοδολογικού εξοπλισμού.

H απροκατάληπτη ανάγνωση των πηγών αυτών μάς διασφαλίζει απέναντι στη

ρητορεία, στην πλειοδοσία και τη χειραγώγηση της ιστορικής γνώσης και

αναδεικνύει το corpus αυτό ως στέρεο υπόβαθρο για την κατανόηση του

παρελθόντος αλλά και του παρόντος των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

O Σταύρος Θ. Ανεστίδης είναι aναπληρωτής διευθυντής του Κέντρου

Μικρασιατικών Σπουδών