Μεσόγειος Πόντος. Περιφέρεια Λαντίκ. Καραγκιαουρλάρ.

Μικρό ελληνικό χωριό του Πόντου, με αποκλειστικά Έλληνες τουρκόφωνους

κατοίκους. H πρώτη οικογένεια που εγκαταστάθηκε οι «Καραγκιαούρογλου»,

καταγόταν από το χωριό Πέκαλαν. Πριν την Ανταλλαγή κατοικούσαν στο χωριό 80

άτομα.

(Μαρτυρία Αναστασίου Καραγκιαούρογλου Νέα Σινώπη Πρέβεζας)

Οι Τούρκοι ήτανε φίλοι μας και μέχρι το τέλος μείνανε φίλοι μας. Το κάψιμο και

οι δολοφονίες και τα σφαξίματα και όλη τη συφορά δεν την κάνανε οι Τούρκοι οι

δικοί μας, οι γειτόνοι και οι φίλοι μας.

Αυτά όλα τα έκανε ο Κεμάλ και οι άνθρωποι οι δικοί του. Ο Τοπάλ Οσμάν, που μας

ρήμαξε εμάς, πρωτοπαλλήκαρο δικό του ήτανε.

Άμα λέω φίλος ήτανε ο Τούρκος, έχω απόδειξη. Εμάς, όταν ήρθε το χαμπέρι πως θα

μας σφάξουνε στο χωριό μας και να φύγουμε άρον άρον, Τούρκος μας βοήθησε να

σωθούμε. Τούρκος έφερε την ειδοποίηση και ο ίδιος Τούρκος ήρθε μαζί μας μέχρι

το δάσος, που πήγαμε, για να μας φυλάξει, να σιγουρευτεί πως είμαστε κρυμμένοι

και ύστερα να φύγει.

Και στο βουνό, που ήμαστε, έρχονταν νύχτες, κρυφά, με το φόβο να τους

καταλάβουνε οι δικοί τους και να κινδυνέψει η ζωή τους, και μας φέρνανε μες

στα τσουβάλια ψωμιά και αλεύρια και ό,τι βρίσκανε για να φάμε.

Χριστιανοί δε μας κοιτάξανε έτσι. Στην Ελλάδα, όταν ήρθαμε, μας βλέπανε χωρίς

σπίτι, χωρίς ρούχο, και κλείνανε τις πόρτες των σπιτιών τους κι ούτε ένα

ποτήρι νερό δε δίνανε.

Οι αντάρτες δίνανε μάχες στα βουνά με τον τούρκικο στρατό. Όλοι οι άντρες

είχαμε όπλα. Πάλι από τους Τούρκους τα αγοράσαμε. Μας φέρνανε τη νύχτα, κρυφά,

τσουβάλια με σφαίρες. Με πληρωμή, βέβαια, αλλά και με κίνδυνο δικό τους, αν

τους πιάνανε.

H περιοχή, που ήτανε συγκεντρωμένο το αντάρτικο, λέγονταν Tσοπουdερεσί. Εκεί

έγιναν οι περισσότερες μάχες των ανταρτών με τον τούρκικο στρατό

Στα δύο χρόνια επάνω, 1922, ήρθε η είδηση πως έγινε συμφωνία, να φύγουμε στην

Ελλάδα.

……….

Ήρθαμε στη Νέα Σαμψούντα πρώτα, κι από κεί Νέα Σινώπη, κάναμε πάλι χωράφι,

σιγά σιγά ξεχάσαμε το κακό κι αρχίσαμε πάλι το δρόμο. «Ό,τι γράφει το

κατάστιχο του Θεού, έτσι γίνεται».

(Ελένη Γαζή, Μάιος 1968)