Παλιά ήταν ένα σκίτσο. Έγινε ζωγραφιά ένα καλοκαίρι. Με χρώματα μαύρο και μοβ,

πάνω σε πέτρα λεία και επίπεδη. Εικόνα νυχτερινή: μια θλιμμένη πανσέληνος, στη

σκιά ενός δέντρου. Εικόνα μοναχική: δυο βουνά συναντιούνται στη θάλασσα.

Μοναχική και υγρή. Μολυβιές στη σιωπή. Ήταν διέξοδος το χαρτί στην αρρωστημένη

βουή. Μολυβιές, ως αρχές. Κατ’ αρχήν στη σιωπή. Κατ’ αρχάς στο χαρτί.

Βράδυ νυχτερινό, σε μια γωνιά νησιωτική και για πολλούς ομηρική, ξαναθυμήθηκε

το σκίτσο, το μολύβι, το χαρτί. Και την πέτρα – κυρίως την πέτρα. Και τα

χρώματα – μαύρο και μοβ. Ήμουν εκεί και η ιστορία μού φάνηκε γνωστή. Σαν μια

εικόνα παιδική που δεν έχει ακόμη σβηστεί. Σαν μια εικόνα σκοτεινή, που δεν

τολμά να φωτιστεί.

– «Άκου να δεις»! – «Κοίτα να σου πω»! – «Κοίτα να δεις»! Θαυμαστικά πολλά,

επίθετα, κόμματα, λέξεις, αράδες, αστεία κι ανέκδοτα, ατάκες κι ονόματα,

απειλές και καμώματα – για να μη δεις. «Τι να δεις»; Επιμένω πως θέλω να δω. –

«Θέλω ν’ ακούσω, θέλω να βρω εκείνη την πέτρα που άφησες πίσω, σε χρώματα

μαύρο και μοβ. Θέλω να ξύσω το στρώμα της μολυβιάς και της μπογιάς. Θέλω να

δω. Αντέχεις να δεις; Μπορείς;».

Έτσι ξεκίνησε μία διαδρομή νυχτερινή, σε μονοπάτι ανωφερές. Από την άκρη της

θάλασσας προς κάποια ψηλή και δυσδιάκριτη κορυφή. Είχαμε μαζί μας φως και

κάμποσο φόβο στην αρχή. Μαζί μία και μόνη συμβουλή: «να γίνει δύναμη». Στα

πρώτα βήματα φωτίζαμε δέντρο το δέντρο, χωρίς προοπτική. Κάπου, είν’ αλήθεια,

τρόμαξα πολύ. Όταν έσβησες το φως και ρίχτηκες με βιάση στη σιωπή. Έστρεψα τον

δικό μου φακό προς τα εκεί, με άλλη βιάση, με ανησυχία φοβερή. Στον δρόμο μας

ξαναβρέθηκε η ζωγραφιά και η πέτρα, η βουή και η σιωπή. Ξεχαστήκαμε όμως. Δεν

προσέξαμε πως η σελήνη ολόγιομη ήταν επίσης εκεί.