«Δεν μπορώ να φωτογραφίσω παρά μόνο τρεις περιπτώσεις ανθρώπων: εκείνους που

θαυμάζω, εκείνους που αγαπώ κι εκείνους που απεχθάνομαι», λέει ο Χέλμουτ

Νιούτον. Όμως η ανθρώπινη σάρκα ήταν πάντα η πρώτη του ύλη

Στη δεκαετία του ’70, τότε που υπήρχαν ευαισθητοποιημένοι αναγνώστες και

αναγνώστριες περιοδικών, οι προκλητικές, ερωτικές, σεξουαλικά φορτισμένες

φωτογραφίες του Χέλμουτ Νιούτον τούς ανάγκαζαν μέχρι και να ακυρώνουν τις

συνδρομές τους, γιατί θεωρούσαν προσβλητική την αισθητική του Γερμανοεβραίου

φωτογράφου.

Όμως εκείνος απολάμβανε αυτές τις αντιδράσεις και συνέχισε τη δουλειά του στα

γυναικεία περιοδικά ως φωτογράφος μόδας με ερωτικά τρίο, σαδομαζοχιστικές

πόζες και πορνό διαπραγματεύσεις. Μόνο που το μάτι του φωτογράφου ξεσκόνιζε τη

χυδαιότητα από τα γυμνά σώματα των μοντέλων και τα φώτιζε με το γκλάμουρ που

απαιτούσε η εποχή και η δική του επιδίωξη: να δείχνει όμορφες γυναίκες, κατά

τα πρότυπα της άρειας ναζιστικής τελειότητας, και να βγάζει τον δυναμισμό

τους, με κοσμήματα, εσώρουχα και σεξ.

Με άλλα λόγια, ο Χέλμουτ Νιούτον ήταν εκείνος που έβαλε το σεξ στη ζωή

των σύγχρονων ανθρώπων, μέσα από τη μόδα. Και αφού εξέδωσε αρκετά άλμπουμ,

πήρε ικανοποίηση από το γεγονός ότι μια φωτογραφία του μπορεί να φτάσει σε μία

δημοπρασία και τα 100.000 δολάρια, αποφάσισε να εκδώσει και την αυτοβιογραφία

του. Όπου περιγράφει τα παιδικά του χρόνια στη ναζιστική Γερμανία, την εφηβεία

του στο Βερολίνο ως βοηθός φωτογράφου της Μαντάμ Άιβα για καταλόγους

γυναικείων εσωρούχων, τα νεανικά του χρόνια ως ζιγκολό μιας Γαλλίδας κυρίας

στη Σιγκαπούρη, τη θητεία του στον αυστραλέζικο στρατό και γι’ άλλα πράγματα

τα οποία είχε εκμυστηρευτεί στην εδώ και 55 χρόνια σύζυγό του.

Ο Νιούτον γράφει για τη γνωριμία του, το 1948, με την ηθοποιό Τζουν Μπράουν

(μετέπειτα κυρία Νιούτον και επίσης φωτογράφο κάτω από το όνομα Άλις Σπρινγκς)

και την προειδοποίηση προς τη μέλλουσα σύζυγό του ότι «πρώτα από όλα θα

έρχεται η δουλειά μου». Τα χρόνια περνούν, το ζεύγος Νιούτον επιστρέφει το

1961 στην Ευρώπη, με τόπο διαμονής το Παρίσι. Το 1971 παθαίνει ένα καρδιακό

επεισόδιο. Το πόσο άλλαξε τη ζωή του αυτό το χτύπημα της καρδιάς δεν το είπαν

μόνο οι συνεργάτες του. Αλλά και οι φωτογραφίες από εκείνη την εποχή, που

έβγαλαν ένταση και βίαιη ωμότητα στα όρια της διαστροφής. Με τον Νιούτον να

φωτογραφίζει τον εαυτό του στον θάλαμο της Εντατικής συντροφιά με τους

γιατρούς του, με τα μοντέλα του να κάνουν μόδα φορώντας ορθοπεδικούς κορσέδες,

αναπνευστικούς σωλήνες, καλώδια και κρατώντας ιατρικά εργαλεία.

Ο Χέλμουτ Νιούτον παραδέχεται ότι έγινε υποχόνδριος και τρέχει με το παραμικρό

στον γιατρό. «Σαν ένα αμάξι, θέλω να επιδιορθωθώ γρήγορα, για να συνεχίσω με

ό,τι καταπιάνομαι». Και όταν καταφέρει να ξεπεράσει την κρίση, μετακομίζει στο

Μόντε Κάρλο, όπου ρίχνεται με μανία στα πορτρέτα προσωπικοτήτων. «Πρώτη ύλη

για μένα είναι η ανθρώπινη σάρκα. Με αυτήν κερδίζω το ψωμί μου».

Το άρωμα που μένει από την αυτοβιογραφία του είναι ότι ο εγωκεντρικός

χαρακτήρας ενός κακομαθημένου αγοριού, η μεγαλομανής σεξουαλική συμπεριφορά

ενός ανδρός και το μάλλον «βρώμικο» χιούμορ ενός Βερολινέζου τον βοήθησαν να επιβιώσει.

«Ήμουν ένας αληθινός ζιγκολό»

Ο Χέλμουτ Νιούτον ποτέ δεν έχει μιλήσει για τα χρόνια που πέρασε απένταρος

μακριά από τους γονείς του, το διάστημα του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά στην

«Αυτοβιογραφία» του θυμάται ότι ήταν πιο εύκολο να αποδράσει από τους ναζί

παρά από τη γυναίκα που τον κράτησε αιχμάλωτο στη Σιγκαπούρη ως εραστή της.

«Στα 18 μου δεν με ενδιέφεραν τα συνομήλικά μου κορίτσια. Γύρευα τις

μεγαλύτερες, τις παντρεμένες τριαντάρες. Αυτές είχαν όλο το σεξαπίλ, το

γκλάμορ και το πάθος», γράφει ο εβραϊκής καταγωγής φωτογράφος, ο οποίος το

1938 διέφυγε από την Γερμανία με ψεύτικο διαβατήριο και βρέθηκε στην Κίνα.

Εκεί ξεκίνησε η ντόλτσε βίτα του. «Μια μέρα, γυρίζοντας στο ξενοδοχείο μου

βρήκα ένα σημείωμα. Ήταν από την κυρία Ζοζέτ Φαμπιέν, που με καλούσε σε γεύμα.

H Ζοζέτ Φαμπιέν ήταν μία μικρόσωμη παντρεμένη γυναίκα, 34 ετών, με μακριά

κόκκινα νύχια, ξανθά μαλλιά, μυτερή μύτη, μεγάλο αισθησιακό στόμα, γαλάζια

μάτια και λευκό διάφανο δέρμα. Πέρασε αρκετό διάστημα έως ότου η Ζοζέτ να

αποφασίσει να κοιμηθεί μαζί μου. H Σιγκαπούρη ήταν ένα μέρος όπου όταν σε

έπιανε βήχας το μάθαινε όλη η τοπική κοινωνία των λευκών μέσα σε λίγες ώρες.

Έτσι, το γεγονός ότι η Ζοζέτ τα είχε με έναν νεώτερό της, ενοχλούσε την τοπική

κοινωνία των Ευρωπαίων που με έβλεπαν ως ζιγκολό.

Όμως η Ζοζέτ δεν ήταν διατεθειμένη να τελειώσει τη σχέση μας. Γι’ αυτό

προτίμησε να μετακομίσει σε μία απομακρυσμένη περιοχή. Λίγο μετά γιορτάσαμε τα

γενέθλια των 19 μου χρόνων. Μου έκανε δώρο ένα ρολόι. Ήταν από ανοξείδωτο

ασήμι και πίσω από το καντράν είχε χαράξει «Στο μωρό από τη Ζοζέτ». Με αυτό το

δώρο, η μετάβασή μου είχε ολοκληρωθεί. Ήμουν ένας αληθινός ζιγκολό».

INFO

Helmut Newton, «Autobiography», Εκδόσεις Doubleday. Τιμή (amazon.com): 19,57 δολάρια.