Παράλιος Πόντος. Περιφέρεια Τρίπολης. Σάκαλβα

Το χωριό Σάκαλβα, που η επίσημη ονομασία του ήταν Ακ-κιόι Ρουμ καριεσί,

βρισκόταν σε απόσταση 3 χλμ., περίπου από το Λαχανά-μαντέν. Διοικητικώς ανήκε

στο καϊμακαμλίκι της Τρίπολης και στο μουτεσαριφλίκι και βαληλίκι της

Τραπεζούντας. Εκκλησιαστικώς υπαγόταν στη μητρόπολη Χαλδίας και χερροιάνων που

είχε την έδρα της στην Αργυρούπολη. H Σάκαλβα ήταν σχεδόν αμιγώς ελληνικός

οικισμός με 30-40 ελληνικές, ποντιόφωνες οικογένειες.



«Δεν θέλω να τα λέω, ούτε να τ’ ακούω…, φτάνει που τα ζήσαμε»

(Μαρτυρία Κυριακής Τσαπά Αθήνα – Αποσπάσματα)

Οικογένεια Ποντίων κείτεται νεκρή. Ούτε και τα βρέφη γλίτωσαν από τον βίαιο θάνατο

Γεννήθηκα στη Σάκαλβα, στα 1900. Ο πατέρας μου ήταν παπάς. Κι ο ίδιος εκεί

γεννήθηκε, όμως οι πρόγονοί του ήρθαν από κάποιο Mαdένι. Δεν πήγα στο σχολείο.

Δούλευα στα κτήματά μας.

Στα 1916 τα πράγματα σκούρηναν. Αγρίεψαν οι Τούρκοι. Μπαίνοντας το ’16, ήρθαν

και πιάνανε τους άντρες. Το ξέραμε από πριν κι ο πατέρας μου κρύβονταν σ’ άλλο

χωριό. Κι εμείς αλλού κοιμόμασταν. Όμως, μια βραδιά, πώς μας ήρθε να μείνομε

στο σπίτι μας! Δε θα το ξεχάσω. Το πετσί μου σηκώνεται που το θυμούμαι. Τάκα –

τούκα, τάκα – τούκα, ήρθαν οι Τούρκοι, πήγαν να σπάσουν την πόρτα. Πετάχτηκε η

μάνα μου από την πίσω πόρτα και έφυγε. Τα παιδιά, μείναμε με τη γιαγιά. Μπήκαν

κι άρχισαν μας χτυπούν: «Πούν’ ο πατέρας σου, πούν’ η μάνα σου;». Μόνο ξύλο

που φάγαμε, άλλο κακό δε μας έκαμαν.

Σε λίγον καιρό μας πήγαν εξορία. Πρώτα βροχή και πιο ύστερα κρύο, χιόνι,

πείνα, γύμνια. Πεθαίνουν τα παιδιά, οι άρρωστοι και οι γέροι. Δεν θέλω ούτε να

λέω, ούτε να ακούω, φτάνει που τα ζήσαμε. Χάσαμε τον πατέρα μου, χάσαμε τη

γιαγιά μου, χάσαμε τη μάνα μου, χάσαμε τ’ αδέρφια μου.

Εκεί που μας πήγαν, στο μήνα απάνω, μας λένε. «Θα πάτε πίσω». Εμείς πού να

ξέρομε να ζητήσομε χαρτί; Γυρίσαμε στην Κερασούντα. Μας πιάσανε και μας βάλανε

φυλακή. Μαζέψαν πολλούς και μας ξαναπήγαν στην Τοκάτη. […] Στην Τοκάτη

κάναμε θελήματα και ζούσαμε. H αδελφή μου είχε μια φιλενάδα. Ένας Τούρκος την

πήρε με τη βία γυναίκα του. Αυτή, βρήκε τον τρόπο και έγραψε στη Μητρόπολη.

«Έτσι κι έτσι, εγώ δε θέλω. Στείλετε να με πάρουν». Έγραψε πως άλλα τέσσερα

κορίτσια, εμείς, ήμασταν μαζί. Έτσι έστειλαν και μας πήραν όλους.

[…] Ήρθαμε, λοιπόν, τα τέσσερα κορίτσια στην Κερασούντα. Ορφανά ήμασταν κι ο

επίτροπος του ορφανοτροφείου φρόντισε και μας έβαλαν μέσα κι εμάς και

δουλεύαμε. Εγώ έφυγα και πήγα στο χωριό, όμως τα βρήκα έρημα και σκοτεινά. Τι

να μείνω; Ξαναγύρισα στο ορφανοτροφείο και τότε με πάντρεψαν […]. Έτσι δε

βρέθηκα στο χωριό την ημέρα της εξόδου.

Την περιμέναμε όλοι κείνην την ημέρα.

Άλλος εδώ κι άλλος εκεί, βγήκαμε σ’ όλα τα μέρη. Εμάς μας έβγαλαν στην

Κέρκυρα. Μετά ήρθα εδώ. […] Μας πήγαν στο Γκάζι, στο συνοικισμό. Πήραμε ένα

δωματιάκι με πλίθρες, το σκεπάσαμε και μείναμε. Δούλεψα κι εγώ κι ο άντρας μου

στα καπνά του Γιαννακάκη. Κόντευα να πεθάνω, ώσπου ένας πατριώτης μας

συνεβούλεψε και ήρθαμε εδώ, στους Αμπελόκηπους. Πήραμε αυτό το οικόπεδο,

χτίσαμε αυτά τα δωματιάκια και τα νοικιάζουμε και ζούμε. […]

Την έδεσαν με το κεφάλι κάτω σε ένα άλογο και τη σκότωσαν

Από την εξορία, στην πατρίδα επέστρεψαν μόνο πέντε άτομα. Άκου να δεις! Εκατόν

πενήντα εννιά άτομα πήγαμε στην εξορία κι από την εξορία, έφυγαν τρεις κρυφά

για τη Ρωσία. Εννιά άτομα ήμασταν που γυρίσαμε στο χωριό. […] Όλα, όλα εννέα

άτομα. Από αυτά τα εννιά άτομα η Σημέλλα Αμανατίδου και η Ανθή Καρακασίδου

πήγανε στη Ρωσία. Την Καλλιόπη Μωϋσόγλου τη σκότωσαν στο χωριό οι Τούρκοι. Την

κακομοίρα! Γύρισε από την εξορία και πήγε στο σπίτι της. Βρήκε μέσα Τούρκους.

«Δικό σας είναι το σπίτι;» – «Γύρισες, παλιογκιαούρισσα;». Της έδεσαν τα

χέρια, την έδεσαν με το κεφάλι κάτω σε ένα άλογο και τη σκότωσαν. Το μάθαμε

πάλι από Τούρκους. Σκότωσαν και την παπαδιά, τη μάνα μου. Γύριζε με το ένα

παιδί στο χωριό. Πεινούσαν. Τόλμησε το παιδί να απλώσει το χέρι του σε μια

κερασιά. Πότε μαζεύτηκαν τα Τουρκάκια; Το σκότωσαν με τις πέτρες. H μάνα

προχώρησε μοναχή της. Μπήκε στο χωριό. Πήγε στο σπίτι, βρήκε Τούρκους,

ζητιάνεψε λίγο ψωμί. Την κρέμασαν […] και ύστερα την πέταξαν.

(Χαρά Λιουδάκη, 28. 5. 1963)