Όχι χωρίς κάποιαν ικανοποίηση παρακολουθώ την, προϊόντος του προεκλογικού

χρόνου, επανατοποθέτηση του ζητήματος του κοινωνικού κράτους, ως κυρίαρχου

προτάγματος της πολιτικής συζήτησης.

Αυτό σημαίνει ότι η… ξορκισμένη στους μεταμοντέρνους καιρούς μας Πολιτική,

ως σύνθετη λειτουργία και τέχνη, που με τη μορφή τής όποιας παραδεκτής

δημοκρατικής έκφρασης συναιρεί τις κοινωνικές αντιθέσεις και αναρυθμίζει τις

κατακτήσεις της οικονομίας, της τεχνικής και του πολιτισμού επ’ ωφελεία του

συνόλου, σε μιαν ανώτερη από την προηγούμενη ισορροπία, επανέρχεται στο

προσκήνιο. Όχι για να κυριαρχήσει επί της οικονομίας στους στρεβλά

παγκοσμιοποιούμενους χωροχρόνους, όπως έδειξε η κατάρρευση των συνομιλιών

πλουσίων και φτωχών στους κόλπους του ΠΟΕ (στο Σιάτλ 1999, Κανκούν 2003), αλλά

για να αφυπνιστεί, έστω προς ανάκτηση του προτέρου ρόλου.

Ήδη οι κραυγές περί της κοινωνικής σύγκλισης ως προϊστορικού απολιθώματος

αποσύρονται από την αγορά και κάθε, πάσης φύσεως, δημοσιολογών θεωρεί αναγκαίο

στοιχείο της αξιοπρέπειάς του να αναφερθεί στην ξεχασμένη γεροντοκόρη που από

τα ράφια της ιστορίας επανακάμπτει στις θερμές τρίβους των κοινωνικών

διακυβευμάτων, ως φυσιολογική κατάσταση των ανθρωπίνων όντων. Ακόμη και οι

κήρυκες του πλέον ακραίου φιλελευθερισμού, προσπερνώντας τους ερειπιώνες του

δογματισμού του (Βραζιλία, Χιλή, Αργεντινή αλλά και τις βικτωριανές εικόνες σε

M. Βρετανία, Ισπανία κ.λπ.), δεν παραλείπουν να υπερτονίσουν τα προβλεπόμενα

από την «ορθή» εφαρμογή του κοινωνικά αγαθά.

Το ότι όλοι πλέουμε, ήδη, μετά και την καθυστερημένη μεν αλλά ορθή ανάγνωση

από τον K. Σημίτη των τάσεων της κοινής γνώμης, προς την Ιθάκη της κοινωνικής

συνοχής (το κοινωνικό πακέτο και η Χάρτα Σύγκλισης είναι τα μόνα υπαρκτά και

σοβαρά πολιτικά μηνύματα που διακινούνται στην πολιτική σκηνή) δεν σημαίνει

ότι επίκειται το αγκυροβόλιον της ευτυχίας…

Και παρά το ότι στο μπλοκ της χαλάρωσης του συμφώνου σταθερότητας, μετά τη

Γερμανία και τη Γαλλία, προστέθηκε η Ιταλία, κάτι που καθιστά λίαν πιθανό το

επιτρεπτό της απόκλισης από όλους, χάριν της οικονομικής ανάπτυξης των χωρών

της ευρωζώνης, κάθε άλλο παρά είναι ευεπίφορο σε κοινωνικές ευαισθησίες το

διεθνές περιβάλλον. Οι Σουηδοί της τρίτης ηλικίας και οι γυναίκες, βλέποντας

τα κοινωνικά «επιτεύγματα» της M. Βρετανίας, της Ισπανίας και άλλων χωρών, τις

απορρυθμίσεις των κοινωνικών παροχών στη Γερμανία και στη Γαλλία και την

κατάρρευση του συστήματος πρόνοιας και περίθαλψης στην τελευταία με τους

13.000 και πλέον αβοήθητους νεκρούς του καύσωνα και της αδιαφορίας, αρνήθηκαν

εμφατικά το ευρώ, φοβούμενοι την απίσχνανση του πλήρους και

αυτοτροφοδοτούμενου κοινωνικού κράτους, που ενώ έχει θεωρητικώς εξαγγελθεί από

την E.E., εντούτοις δεν φαίνεται να εναρμονίζεται με τις κυρίαρχες οικονομικές

επιλογές της.

Έτσι η κοινωνική μεταβλητότητα και ποικιλία της E.E., που τουλάχιστον στο

ορατό μέλλον δεν επιτυγχάνει υψηλούς ρυθμούς κοινωνικής συνοχής, δεν

προσφέρεται ως αμετακίνητο ορόσημο σύγκλισης, λαμβανομένων υπόψη και των

ιδιαιτεροτήτων τού σχετικά ανθεκτικού, ακόμη, κοινωνικού ιστού τής καθ’ ημάς

Ανατολής, όπου η οικογενειακή αλληλεγγύη και η παραγωγική, έστω στη σφαίρα της

ανεκτής παραοικονομίας κινουμένη δραστηριότητα, απαμβλύνει πολλές πληγές και

μετεωρίζει τους σχετικούς δείκτες. Τίθεται δηλαδή ως απλός στόχος του

παρόντος, ως υπόθεση εργασίας ενός πολιτικού προγράμματος και όχι ως οροφή

μιας κλίμακας που ήδη μειώνει τα σκαλιά της.

Γιατί όλοι γνωρίζουν και βεβαίως πολύ καλά ο Πρωθυπουργός ότι η βάση της

κοινωνικής συνοχής και ένταξης, το μέτρο της βιωσιμότητάς της, είναι η πλήρης

και ασφαλισμένη εργασία προς βιοπορισμό, που καταξιώνει τον άνθρωπο και τον

ενεργοποιεί πολιτικά. Και ότι όλα τα νέα συστήματα της ευελιξίας, της μερικής

απασχόλησης, της εναλλακτικής ασφάλισης μέσω των νέων εξ ολοκλήρου ή εν μέρει

κεφαλαιουχικών σχημάτων κ.λπ. δεν προωθούν την κοινωνική συνοχή στο μέτρο που

αντικαθιστούν τις βασικές παραμέτρους του κοινωνικού κράτους. Το οποίο

βρίσκεται στον αντίποδα των μέχρη σήμερα κυρίαρχων οικονομικών επιλογών της

E.E.

Ευτυχώς που βρίσκεται και αυτή η έστω μελαγχολική δημοκρατία ως ελπίδα

τιθαύσευσης των αδυσώπητων αγοραίων ανέμων και ως διαδικασία ανάμνησης των

κυρίαρχων καθηκόντων της Πολιτικής.

Ο δικηγόρος Αλέξης Π. Μητρόπουλος είναι καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών.