Κεντρική – Νότια Μικρασία. Περιφέρεια Καισαρείας. Βέξε.

Το Βέξε (τουρκ. Vekse) βρίσκεται 19 χλμ. BA της Καισάρειας μέσα σε ανώνυμη

ρεματιά. Οι κάτοικοί του τη στιγμή της Ανταλλαγής ήταν Έλληνες τουρκόφωνοι (27

οικογένειες – 68 άτομα) και Τούρκοι (300 άτομα περίπου). Το Βέξε ήταν

μουχταρλίκι και υπαγόταν στο μουδουρλίκι του Κέσι, στο καϊμακαμλίκι και στο

μουτεσαριφλίκι της Καισάρειας και στο βαλελίκι της Άγκυρας. Εκκλησιαστικά

ανήκε στη Μητρόπολη της Καισάρειας. Είχε σχέσεις και συναλλαγές με ελληνικούς

και τουρκικούς οικισμούς.



Τι θα γίνομε χωρίς εσάς;

(Μαρτυρία Καλλιόπης Μουράτογλου, Κορυδαλλός – αποσπάσματα)

Παραδοσιακή φορεσιά της Καππαδοκίας. («Μικρασία, η Μεγάλη Ελλάδα»)

Στην Τουρκία, κυρά μου, περνούσαμε καλά. Με τους Τούρκους ζούσαμε πολύ

αγαπημένα.

Στο Βέξε λίγο πριν να χτυπηθούμεν με τους Τούρκους, είδαν άστρο μεγάλο με

ουρά. Εγώ δεν το είδα· κι εκείνοι που το είδαν, είπαν πως θα γίνει καταστροφή.

Μετά από κείνο έγινε ο πόλεμος. Δεν πάθαμε τίποτα. Είχαμε το Χαβούζ εφέντη,

Τούρκο μεγάλο του χωριού. Αυτός το πρόσεχε το χωριό μας πολύ. Δεν άφησε τους

Τσέτες να μπουν μέσα στο χωριό και να μας κάμουν κακό. Δε δέχτηκε να καθήσουν

στο χωριό μας Τούρκοι πριν να φύγουμε εμείς.

Στα 23 μας είπαν «θα σηκωθείτε». Μετά δε μας πήραν. Μετά πάλι μας είπαν να

ετοιμαστούμε. Ένα μήνα πριν, ήρθε η Επιτροπή κι έγραψε την περιουσία μας.

………………..

Τη μέρα που φεύγαμε, είχαμε χαρές και λύπες. Χαίρονταν οι νέοι και οι γέροι

έκλαιγαν. Οι Τούρκοι ήσαν μαζεμένοι γύρω κι έκλαιγαν κι εκείνοι. Κλαίγανε

όλοι, κι οι γέροι, κι οι νέοι, κι οι γυναίκες. «Φεύγετε, κι εμείς τι θα γίνομε

χωρίς εσάς;».

Νοικιάσαμε δυο αμάξια τούρκικα και μ’ αυτά κουβαληθήκαμε όλες οι οικογένειες

σε μια βδομάδα. Πήγαμε στην Καισάρεια. Εδώ ο Χαβούζε εφέντης, ο καλός Τούρκος

πατριώτης μας, έχει αγοράσει ένα μεγάλο σπίτι. Σ’ αυτό μάς πήρε όλους τους

Χριστιανούς του Βέξε και μας φιλοξένησε. Έμεινε κι ο ίδιος μαζί μας για να μην

πάθομε τίποτα. Στην Καισάρεια η Επιτροπή μάς μπόλιασε και μας έδωσε και

διαβατήρια.

……………….

Συνέχεια προχωρήσαμε και φτάσαμε στο Ουλούκισλα. Δεκαπέντε μέρες καθήσαμε,

ώσπου να πάρουμε σειρά στο τρένο!

Μπήκαμε τέλος στο τρένο και φύγαμε. Αργά φτάσαμε στη Μερσίνα. Μια βδομάδα

μείναμε, κι ήρθε το βαπόρι.

Πήγαμε στο βαπόρι. Ήταν μεγάλο, αμά σαράβαλο. Ανεβήκαμε και ξεκίνησε.

Προχωρήσαμε τρεις μέρες, μετά άρχισε να πηγαίνει πίσω μπρος. Γύριζε από το ένα

πλάι, έπαιρνε νερό, γύριζε από το άλλο, πάλι έπαιρνε νερό. Βγήκε κι ο

καπετάνιος. Ρωτούσε σ’ όλο το βαπόρι αν είχαμε κανένα λείψανο μέσα ή εικόνες

αγίων. Τότε πετάχτηκαν εκείνες που είχαμε από το Ουργκιούπ* και είπαν πως

έχουν το λείψανο του Αγίου Ιωάννου. Πάνε τότε στο μέρος που το είχαν και

βρήκαν το σεντούκι αναποδογυρισμένο. Τότε ο δικός μας παπάς, ο παπα-Ισαάκ, και

ένας άλλος από άλλο χωριό κάναμε παράκληση και γυρίσανε το σεντούκι ίσια. Κι

έγινε το θαύμα· η τρικυμία σταμάτησε και το βαπόρι πήρε το δρόμο του. Σε τρεις

μέρες ήρθαμε στην καραντίνα στον Άι-Γιώργη. Κόβανε τα μαλλιά. Τα δικά μας

μαλλιά δεν τα έκοψαν. Μάθαμε πως στους πριν από μας έγινε φασαρία. Δυο κοπέλες

που πήγαν να τους κόψουν τα μαλλιά ρίχτηκαν στη θάλασσα… Ήρθε μια μέρα στην

καραντίνα ο άντρας μου και μας πήρε. Ένα μήνα πριν από μας είχε έρθει από την

Πόλη. Νοίκιασε σπίτι, το ετοίμασε, το έστρωσε κι εμείς δεν καταλάβαμε

προσφυγιά. Για καλύτερο πήγαμε στη Σαλονίκη. Ανοίξαμε μαγαζί, μα σε τρεις

μήνες πέθανε ο άντρας μου από λευχαιμία. Πάλι με το μεγάλο γιο μου κατεβήκαμε

στην Αθήνα. Δουλέψαμε όλοι. Σιγά σιγά ο γιος μου έκαμε δικό του μαγαζί,

παντρεύτηκε, και το ψωμί και η αγάπη από το σπίτι μας δεν λείπει, παιδί μου.

* στρώματα ** Προκόπι

Παίρναν των νεκρών Χριστιανών τα κεφάλια, για να βρέξει…

Πριν φύγουμε πήγαμε στην εκκλησία, κοινωνήσαμε. Μέσα την ίδια εκκλησία είχαμε

και το νεκροταφείο μας. Πρώτα το είχαμε στο βουνό, αμά πήγαιναν οι Τούρκοι,

πότε να μη βρέξει, έπαιρναν τα κεφάλια μας, τα έβαζαν στο τσάι* και τότε

έβρεχε. Τα γύριζαν μετά στη θέση τους, για να μη βρέξει πολύ και γίνει

κατακλυσμός.

Οι Τούρκοι άνοιγαν όποιο μνήμα ήθελαν, χωρίς να ξέρουν ποιον θα βρουν μέσα.

Χριστιανού κεφάλι ήθελαν και όποιο θέλει αν ήταν.

Από το φόβο μην πάρει το κεφάλι του δικού μας νεκρού, συμφωνήσαμε όλοι και

φέραμε το νεκροταφείο μέσα στην εκκλησία. Μια φορά, ο νεκροθάφτης άνοιγε ένα

μνήμα για να βάλουν μέσα άλλο νεκρό. Έβγαλε ένα κεφάλι από μέσα και το

ακούμπησε στην άκρη του τάφου. Ήταν κοντά στην πόρτα· κι η πόρτα της αυλής της

εκκλησίας ήταν ανοιχτή. Πετάχτηκε μια Τουρκάλα, το άρπαξε και πήγε και το

έκρυψε σε ένα σπίτι τούρκικο. Το έμαθε ο παπάς, πήρε τα κλειδιά της εκκλησίας,

πήγε και τα πέταξε στο σπίτι που έκρυψαν το κεφάλι. «Αν θέλετε να κάνετε τα

δικά σας στην εκκλησία μας, να πάτε εσείς να γίνετε παπάδες». Αναγκάστηκαν

τότε και έδωσαν πίσω το κεφάλι…

* ποτάμι