Δυτικά παράλια. Περιφέρεια Ερυθραίας. Βουρλά

Τα Βουρλά ή Βρουλά (λόγιος τύπος Βρύουλα, τουρκ. Urla), είναι πόλη στη

χερσόνησο της Ερυθραίας, 4 χλμ. από τη θάλασσα και 35 ΝΔ της Σμύρνης.

Αριθμούσε 30.000 κατοίκους, από τους οποίους 25.000 Έλληνες, έποικοι από την

ηπειρωτική Ελλάδα (προπαντός την Πελοπόννησο και τα νησιά). Ήταν έδρα Καζά,

αλλά και οικονομικό κέντρο των γύρω χωριών. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη

Μητρόπολη Εφέσου. Πέρα από την οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων (παραγωγή

– εμπορία σταφίδων), μεγάλη ήταν και η πνευματική της ανάπτυξη με την περίφημη

Αναξαγόρειο Σχολή.

Για την ιστορία των Βουρλών είναι εξαίρετη η μονογραφία του N. E.

Μηλιώρη, «Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας», Αθήναι 1955 Ο ίδιος ο N.E. Μηλιώρης,

Βουρλιώτης, έχει δημοσιεύσει κι άλλες μικρές μελέτες για την πατρίδα του στα

«Μικρασιατικά Χρονικά», στον «Προσφυγικό Κόσμο» κ.τ.λ.

Ποιος φώναξε, μητέρα, φύγε;

(Μαρτυρία Λάμπρου Λαμπρικίδη – αποσπάσματα)

Τον Αύγουστο του 1922 κατέρρευσε το μέτωπο. Ο ελληνικός στρατός έφευγε

μπουλουκηδόν, πλην του συντάγματος του Πλαστήρα, ο οποίος διήλθε των Βουρλών

την 2α Σεπτεμβρίου και συνέστησε στη δημογεροντία και σ’ όλους τους Βουρλιώτες

να φύγουν. Τους είπε ότι οι Τούρκοι κατεβαίνουν κι ότι διατρέχουν τον έσχατον

των κινδύνων. Πλην, οι Βουρλιώται δεν άκουσαν. Είχαν το προηγούμενο του ’14

και νόμισαν ότι κι αυτή τη φορά θα εξαπατήσουν τους Τούρκους. Την ανυπακοή

τους αυτή την επλήρωσαν με το αίμα των. Εσφάγησαν και δεκαπέντε χιλιάδες

Βουρλιώται. Οι Τσέτες με τους ντόπιους Τούρκους, αφού τους κλέψανε, κατόπιν

τους εσκότωσαν. Πήραν και πολλούς αιχμαλώτους στο εσωτερικό. Όσοι ξεφύγανε,

σύμφωνα με μια διαταγή που είχανε, συγκεντρώθησαν στην παραλία κι εκεί πήγαν

βαπόρια και τους πήραν.

Εγώ με την οικογένειά μου έφυγα στις 27 Αυγούστου, ακολουθήσαμε το στρατό πριν

ακόμα περάσει ο Πλαστήρας. Πολύς κόσμος άκουσε τας συμβουλάς μας κι

ακολούθησε.

Ο στρατός άρχισε να περνάει ατάκτως από τα Βουρλά, από τις 25 Αυγούστου.

Γέμισαν οι δρόμοι από στρατιώτες, μουλάρια κι αμάξια. Δεν τον ηκολούθησε πολύς

κόσμος· μόνο όσοι είχαν μυαλό.

H σπηλιά στην οποία βρέθηκαν τα απανθρακωμένα πτώματα των κατοίκων της

Νίκαιας (Φωτογραφικό Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών)

Ήτο Παρασκευή απόγευμα, έφαγα κι εκοιμήθηκα. Κοιμώμενος ήκουσα φωνή να μου

λέει:

– Φύγε.

Σηκώθηκα κι ηρώτησα τη μητέρα μου που εκάθητο εκεί κοντά στο χωλ.

– Ποιος φώναξε, μητέρα, φύγε;

– Κανένας παιδί μου, μου είπε.

Σαν συνήλθα λίγο, σκέφθηκα πως αυτός ήτο ο καλός μου άγγελος που με

ειδοποιούσε να φύγω. Γυρίζω τότε και λέω στη μητέρα μου.

– Αύριο φεύγομε άνευ άλλης ειδοποιήσεως. Μαζί σας δε θα πάρετε τίποτα πλην τα

κοσμήματά σας.

Πραγματικά, την άλλη μέρα το πρωί στις δέκα, αφού έκλεισα το κατάστημα,

ειδοποίησα τον προϊστάμενό μου Κωσταντινίδη να πάρει την κόρη του και να έρθει

στο σπίτι μου να φύγουμε προς τον Τσεσμέ. Ειδοποίησα και τον Κόκα τον

Κωσταντινίδη να έρθει κι αυτός με την οικογένειά του. Συγκεντρώθηκαν όλοι

σπίτι μου και κατά τις έντεκα η ώρα αναχωρήσαμε ακολουθούντες το στρατό. Μετά

από πολλές ώρες πορεία, άλλοτε πεζοπορούντες κι άλλοτε επιβαίνοντες

αυτοκινήτων, εφθάσαμε στον Τσεσμέ. Στο δρόμο βρήκαμε ένα αδέσποτο άλογο που

έσερνε ένα αμάξι και βάλαμε τη μητέρα μου και τον κ. Κωσταντινίδη και τους

πήγε μέχρι τον Τσεσμέ. Στον Τσεσμέ μέσα ήτο χιλιάδες στρατός. Μουλάρια,

αμάξια, κανόνια· εκεί έβλεπες την πτώσιν του κράτους. Όσοι ήσαν δυνατοί

εσώθησαν, οι αδύνατοι έμειναν.

Από τον Τσεσμέ, όσοι δεν πρόλαβαν να φύγουν, τους έσφαξαν οι Τούρκοι. Αι

οιμωγαί από τη σφαγή ηκούοντο στη Χίο.

Την 1η Σεπτεμβρίου μπήκαμε σ’ ένα μικρό βαποράκι που έκανε τη συγκοινωνία Χίου

– Τσεσμέ. Πληρώσαμε δωδεκάμισι δρχ. εισιτήριο ο καθένας.

Στη Χίο μείναμε δεκαπέντε ημέρες. Εκεί συνήντησα έναν εξάδελφό μου και μου

είπε:

– Να φύγεις να πας στον Πειραιά, γιατί μου φαίνεται προετοιμαζόμεθα για

επανάσταση.

Και πραγματικά έγινε.

Έφυγα κι ήρθα στον Πειραιά όπου κι εγκαταστάθηκα. Κατόπιν πήγα στη Χίο πολλές

φορές. Έκανα εμπόριο σταφίδας. Αγόραζα σταφίδα από τους Καραμπουρνιώτες, που

την είχαν φέρει από την πατρίδα τους.