Χρειάστηκε να περάσουν δύο σχεδόν μήνες (17.5 – 12.7.2003), να γραφούν πέντε

ολοσέλιδα άρθρα για το τι εστί επιμελητής εκδόσεων, να πλημμυρίσουν τα

τετράστηλα από μεταφραστικά μαργαριτάρια, άθλημα που προσωπικά δεν με

ενθουσιάζει, να μάθουμε πολλά και να ξεμάθουμε όχι λιγότερα, για να μιλήσει

επιτέλους ο Γιάννης H. Χάρης (στο εξής Γ.X.) για την ταμπακιέρα. Και η

ταμπακιέρα ήταν αν καλώς ή κακώς ως τυπογραφικός επιμελητής του συγκεντρωτικού

τόμου «ΠΟΙΗΣΗ» του Οδυσσέα Ελύτη (Ίκαρος 2002) επέφερε διορθώσεις με

γραμματικά ή και υφολογικά κριτήρια σε λέξεις που έμειναν στη θέση τους επί

δύο κοντά δεκαετίες, σε αλλεπάλληλες επανεκδόσεις, χωρίς να προσκομίσει επαρκή

στοιχεία και τεκμήρια που να δείχνουν σαφώς και αναντίρρητα τη βούληση του

ποιητή. Έτσι αντί του γλωσσηματικού, παρά τον εκδημοτικισμό του, ρήματος

«σκαραδαμύσανε» εισάγει τον γραμματικά ορθότερο αλλ’ όχι και πάλι αναμάρτητο

(ως προς τη χρήση του χρόνου) τύπο «σκαρδαμύσανε». Διορθώνει επίσης,

επικαλούμενος προσωπικό αντίτυπο του ποιητή, τη λέξη «φιστίκι» («ένα γαλάζιο

φιστίκι που λάμπει…») στη συλλογή «Ο μικρός ναυτίλος» (Ίκαρος, 1985) σε

«φιστικί», χωρίς να ξεκαθαρίζει εάν η αρχική γραφή, που έχει ηλικία δεκαεπτά

ετών, οφείλεται σε ολίσθημα καλάμου ή πλήκτρου, οπότε ο ποιητής διορθώνει το

αβλέπτημα, ή η γραφή είχε καλώς, αλλά σε κάποια ανάγνωση ενόχλησε τον ποιητή,

οπότε και, σχολάζων ή παίζων, δοκίμασε βελτίωση. Μια τέτοια «βελτίωση» μας

ενδιαφέρει όλους και ξεχωριστά όσους παρακολουθούν ένα έργο από τη σύλληψη και

τη γένεσή του σε όλα τα στάδια της επεξεργασίας και των διαδοχικών του

μετασχηματισμών, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι θα εισαγόταν, σώνει και καλά,

σε μια νέα έντυπη μορφή.

Έτσι κι αλλιώς, για μια τέτοια ή κάθε ανάλογη «διόρθωση» απαιτείται ρητή

εντολή του ποιητή, όταν μάλιστα στη διάρκεια τόσων ετών η μετατροπή ενός

ονόματος σε επίρρημα δεν πέρασε σε καμιά από τις επανεκδόσεις της συλλογής.

Και για τις δύο αναιτιολόγητες παρεμβάσεις ο διορθωτής σε ειδική «Σημείωση» με

την οποία κατακλείεται η θυελλώδης, πλην αμήχανη αρθρογραφία, με παραπέμπει

στην Ιουλίτα Ηλιοπούλου (στο εξής I. H.): «H διόρθωση είναι στο αντίτυπο του

ποιητή, το αντίτυπο είναι στο σπίτι του ποιητή· και εκεί είναι η κληρονόμος

του ποιητή. Ας απευθυνθεί αρμοδίως ο κ. Μπελεζίνης». Αλλά για όνομα του Θεού.

Για το τελευταίο αυτό χρειαζόμουν παρότρυνση; Με την κληρονόμο του ποιητή και

ποιήτρια είχα ήδη επικοινωνήσει τηλεφωνικά, προτού συντάξω την επιφυλλίδα «H

τρομοκρατία της γραμματικής» («TA NEA», 17.4.2003) με την οποία ήλεγξα τον

απηνή διώκτη κάθε τροπισμού στη γλώσσα για μια περιττή και ποιητικά βλαπτικά

διόρθωση που θα δούμε στη συνέχεια αυτών των σημειώσεων πού αποβλέπει.

Εννοείται ότι κατά τη διάρκεια του τηλεφωνήματος, αφού συγχάρηκα ειλικρινά την

ποιήτρια για το εκδοτικό κατόρθωμα του Ίκαρου – μεγάλο μέρος των επαίνων

ανήκει στον Γ.H. Χάρη – αναφέρθηκα στην επίμαχη διόρθωση και απαρίθμησα

προβλήματα που τίθενται από την τυπογραφική μορφή της συγκεντρωτικής έκδοσης

(π.χ. από την αλλαγή στοιχείων στην αρχή των εγγραφών στο «Ημερολόγιο…» με

συνέπεια να διαταράσσονται ενυπάρχουσες αμφισημίες).

Συνέχεια στο θέμα, στην επόμενη Επιφυλλίδα.

Ο Ανδρέας Μπελεζίνης είναι φιλόλογος, κριτικός της λογοτεχνίας