Έχουν χαθεί, αρκετά χρόνια τώρα. Τον έζησα τον χωρισμό τους. Ήμουν εκεί, στην

άκρη του δωματίου, ακουμπισμένη στο κούφωμα της πόρτας, στη δική τους στιγμή.

Ήταν τόσο το βάρος στην καρδιά, που πίστεψα πως δεν θα μετακινηθώ ξανά, πως

δεν θα ξέρω πώς να την στηρίξω. Δικό μου και δικό της βάρος – πόνος, πανικός,

απορία, κενό.

Εκείνος έφυγε παλικαράς – όρθιος, ήρεμος, χαμογελαστός. Όμορφος. Της μιλούσε,

της εξηγούσε από καιρό. Μήνες πριν, την προετοίμαζε για την αποχώρηση. Εκείνο

το βράδυ, την αποκοίμησε για να τ’ αντέξει – κι εκείνη κι εκείνος. Σαν ξύπνησε

και δεν τον βρήκε εκεί – να της μιλά, να της γελά, να την πειράζει – έβαλε

φωνή. Έκανε να τρέξει προς την πόρτα, να βγει στους δρόμους, να τον βρει. Κάτι

την κράτησε εκεί. Εγώ; Εμείς; Ίσως τα λόγια που της είχε πει. «Μην κάνεις

τρέλες, τα κορίτσια και τα μάτια σου». Ήταν για ‘κείνη πατέρας, αδελφός και

σύντροφος μαζί. Άραγε του το ‘χε πει ξανά, έτσι δυνατά και καθαρά, όπως το

βράδυ που έφυγε; Φαίνεται ναι. Σε στιγμές δειλές, κάτω από φώτα φοβισμένα, σε

αγγίγματα στηρίγματα δυνατά, σε καβγάδες τόσο αληθινούς – δικούς τους.

Τις τελευταίες μέρες, μου λέει, τον ξανασυναντά. Έρχεται στα όνειρά της, της

μιλά – ξανά και ξανά και ξανά. Διστάζει. Δεν μπορεί να καταλάβει. Είναι καλό,

κακό; Προσπαθεί κάτι να της πει; Ή μήπως εκείνη παλεύει κάτι ν’ ακούσει, με τα

μάτια της κλειστά; Μου περιγράφει διαδρομές ονειρικές – ψηλά, σε φωτεινά,

κατάφυτα βουνά. Στάσεις ξεκούρασης, σε σπίτια ασπρισμένα, καθαρά. Κρεβάτια

παλιά, στρωμένα με σκεπάσματα που μοσχομυρίζουν πάστρα. Καρπούς. Ένα σύκο –

μεγάλο λέει, γλυκό, που το έκοψαν στη μέση για να το μοιραστούν, οι δυο τους.

Αμπέλια, κληματαριές, αχλάδια – «να δεις κάτι αχλάδια! Ήταν πράσινα, τόσο

μεγάλα, τόσο ωραία. Ένα το κράτησα στο χέρι μου. Του το ‘δειξα και του ‘πα –

μην το βλέπεις άγουρο, άμα τ’ αφήσουμε θα γίνει»… Μπερδεμένη και με μάτια

υγρά έψαξε σε λεξικά ονείρων το λήμμα «αχλάδια». «Άκου, να δεις», μου λέει…

«Γινωμένα είναι χαρά, κι άγουρα στεναχώρια»… Ναι, μάνα. Αλλά, αν τ’

αφήσουμε, θα γίνουν.