Δεν ξέρω πότε και πώς άρχισε ν’ αγαπά τις ιστορίες και τα παραμύθια. Θα πρέπει

να ήταν πολύ μικρή – ίσως πολύ πριν μάθει ακόμη να μιλά. Ταξίδευε τη φαντασία

της στα λόγια των μεγάλων. Χανόταν εύκολα, θαρρώ, απ’ το οπτικό πεδίο κι έτσι

κρυφάκουγε ακόμη και ιστορίες βίαιες που δεν τις είχε διηγηθεί ο Αίσωπος, που

δεν υπήρχαν σε βιβλία, εικονογραφημένα, για παιδιά. Κάπως έτσι συναντήθηκαν σε

διαδρόμους του μυαλού τα παθήματα της Κοκκινοσκουφίτσας, του Γυμνού Βασιλιά,

του Κοντορεβιθούλη, με τα προπολεμικά βάσανα, τις στερημένες στιγμές της

Κατοχής, τα εμφυλιακά ανομήματα, τα εγκλήματα «περί ηθικής ή/και ιδιοκτησίας»,

στην ελληνική επαρχία της μεταπολίτευσης.

Έτσι μάλλον αγάπησε ιστορίες και παραμύθια – ανεξέλεγκτα, αδιάρρηκτα,

αποσπασματικά και ταυτόχρονα ολοκληρωτικά. Εδώ κι εκεί. Όταν πια τη συνάντησα,

έδειχνε να μην υπήρξε ιστορία μπερδεμένη, σκοτεινή, δισυπόστατη, παράξενη, που

να μην είχε σταθεί να την ακούσει, να τη γνωρίσει, να τη ζήσει, έστω και

θεατρικά – συχνά προσπαθώντας να φτάσει στην καρδιά του πόνου και της

δυστυχίας, κρατώντας για τον εαυτό της τον ρόλο της καλής και άτρωτης νεράιδας

που θα έφερνε την κάθαρση, τη λύση. Άτρωτη, επί σκηνής – ευάλωτη στο

παρασκήνιο. Κουρελιασμένη και ταλαίπωρη, όταν έσβηναν τα φώτα της παράστασης –

έτσι ξεπλήρωνε την αγάπη της για τα παραμύθια. Την αγάπησα. Για να τη

φροντίσω, της πρόσφερα μια ιστορία άλλη – διαστημική. Μια ιστορία για άγνωστα,

μακρινά και λαμπερά αστέρια, που μπορεί να φαίνονται λευκά αλλά έχουν έντονα

χρώματα (κόκκινα σαν τον Αρκτούρο…), που μπορεί με μάτι γυμνό να

αναγνωρίζονται ως ένα, όμως, αν μεγεθύνει κανείς, θα διακρίνει δύο διαφορετικά

(μπορεί και εξαιρετικά μακρινά μεταξύ τους) ουράνια σώματα, που έτυχε απλά να

βρίσκονται στην ίδια νοητή ευθεία ανάμεσα στον Γαλαξία και τη Γη. Αλλά, επειδή

δεν έχει νόημα για εκείνη ένα παραμύθι με τόσο ξεκάθαρες επιστημονικές

γραμμές, όπου δεν θα μπορεί να ψάξει για κρυφές εικόνες ή να επηρεάσει την

πλοκή, της ζήτησα να μάθει και η ίδια να μου πει την ιστορία ενός απ’ τα

χιλιάδες άστρα που έρχονται τώρα από τον Λέοντα για να διαλυθούν στην πρώτη

επαφή με τη γήινη ατμόσφαιρα. Πότε ξεκίνησε, σε ποια τροχιά, πού πήγε, πόση

λάμψη σκόρπισε, πόσα εκατομμύρια χρόνια πριν αφήσει το τελευταίο φωτεινό του

σημάδι στον δικό μας ουρανό;