Περπατώντας βιαστική το βροχερό απόβραδο της Παρασκευής σε ένα δρομάκι του

κέντρου, τη ματιά μου μαγνήτισαν, ξαφνικά προς τα ψηλά, τα χρωματιστά λαμπάκια

που αναβόσβηναν πάνω στο ταπεινό ψεύτικο δεντράκι στον τελευταίο όροφο μιας –

μαύρης από τα καυσαέρια – πολυκατοικίας του πενήντα. Κοντοστάθηκα για ώρα και

το κοίταζα, νιώθοντας τη μαγεία της Γιορτής να αγγίζει αναλλοίωτη και να

ζεσταίνει την ψυχή μου.

Την ίδια ζεστασιά που ένιωσα το Σαββατόβραδο, βλέποντας τους φανταχτερούς

Αγιοβασίληδες να αιωρούνται από τον δυνατό αέρα στην ίδια, όπως κάθε χρόνο,

γωνιακή παράγκα της παραλιακής λεωφόρου ή χαζεύοντας στις κυριακάτικες

εφημερίδες τη φωτογραφία του φωτισμένου χριστουγεννιάτικα λονδρέζικου Χάροντς.

Καθώς το σκοτάδι άρχισε να πέφτει απότομα πάνω από τη μετεκλογική Αθήνα και

όλοι κινούμαστε βυθισμένοι σε αυτό που οι ειδικοί καλούν εποχική

συναισθηματική διαταραχή λόγω έλλειψης φωτός, μια δόση παραμυθιού είναι ό,τι

πρέπει για να θεραπεύσει τα συμπτώματά μας. Μια υπέροχη ψευδαίσθηση χαράς, εν

όψει ενός ζοφερού χειμώνα με δίκες περίεργων τρομοκρατών και απειλές

καουμπόηδων.

Μια υπόσχεση για δώρα αγάπης κάτω από τ’ αστέρι, μια γλυκιά γεύση από σπιτικά

μελομακάρονα στον ουρανίσκο μας, ένα γιορτινό σούρτα-φέρτα στους στολισμένους

πεζόδρομους, η ανάμνηση από φιλιά σε παγωμένα μάγουλα και κόκκινες μύτες, οι

ήχοι από τριγωνάκια και παιδικές φωνές…

Ένα συναρπαστικό γοητευτικό παραμύθι, είτε είμαστε θρήσκοι είτε όχι, μιας

θρησκείας που δεν χάνει ποτέ την ομορφιά της. Ένα παραμύθι όχι μόνο για

παιδιά. Για να «φύγουμε» κι εμείς οι μεγάλοι, να παίξουμε τους αγαπημένους,

τους ξέγνοιαστους, τους χριστιανούς… Ένα παιχνίδι άλλωστε δεν είναι όλη η

ζωή και όλοι κάποιους ρόλους δεν παίζουμε κάθε φορά, όπως πολύ σοφά μού

επαναλαμβάνει ο φίλος ψυχίατρος;