Έτσι και τους γνωρίσεις, σου παίρνουν την καρδιά. Διωγμένοι από την πατρώα γη

του Πόντου και αυτοί, ήρθαν και ρίζωσαν σε μια μικρή πλαγιά στις παρυφές του

Αγίου κι έφτιαξαν το χωριό τους, τη Βαρβάρα. Και σιγά σιγά, δουλεύοντας τη γη

και τρέφοντας τα ζωντανά τους, πρόκοψαν. Από γενιά σε γενιά απόκτησαν το βιος

τους, έχτισαν νοικοκυρεμένα σπίτια, έβγαλαν δικηγόρους και γιατρούς και

συμβολαιογράφους στη Βόρεια Εύβοια, μπόλιασαν με τον ιδρώτα τους την περιοχή.

Οι Βαρβαριώτες είναι οι δικοί μου Πόντιοι. Οι άνθρωποι που σου ανοίγουν το

σπίτι τους και μοιράζονται μαζί σου παρελθόν, παρόν και ελπίδες. Δεν είναι

τυχαίο που κάθε Αύγουστο του Σωτήρος μαζεύουν στο πανηγύρι τους εκατοντάδες

κατοίκους όλων των γύρω χωριών. Μόνοι τους το οργανώνουν, ο Σύλλογός τους,

δίχως βοήθεια. Ταΐζουν και διασκεδάζουν όλο το πλήθος, τα δίνουν όλα για να

κάνουν αλησμόνητη αυτή τη μία βραδιά – και την κάνουν.

Ψυχή του Συλλόγου ο Στέλιος, ο πρόεδρος, που δεν είναι… Πόντιος, αλλά ρίζωσε

στη Βαρβάρα εδώ και τριάντα χρόνια, όταν πήρε την Ειρήνη και από Αμοργιανός

έγινε Βαρβαριώτης. Αυτό και αν είναι… ποντιακό ανέκδοτο.

Έπαιξε, λοιπόν, η λαϊκή ορχήστρα τα ποντιακά τις προάλλες, η Δέσποινα χόρευε

ακούραστα, η Τασία, η Βαρβάρα, η Χριστίνα, ο Δήμος τσούγκριζαν τα ποτήρια, αχ,

«στα ξένα είμαι Πόντιος και στην Ελλάδα ξένος», τραγούδαγε ο Παναγιώτης ο

Αποστολίδης. Κι ο Δημήτρης ο δάσκαλος, παιδί του Πόντου κι αυτός, μόνο από τη

Σαλονίκη, σήκωσε τη Λίτσα, το λυγερόκορμο ταίρι του, και γέμισε η πίστα. Τι

είναι τελικά πατρίδα; Τούτη η κοινή αναφορά, το αδελφικό σμίξιμο και η ψυχή

που κοιτάζει μπροστά δίχως να λησμονεί.