Σκηνή από τον κατά Εϊμούντας Νεκρόσιους «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ, που είδαμε στο Ηρώδειο

Αντίθετα η κριτική μακριά από τη χλαλοή των κεκρακτών και την προχειρότητα του

ρεπορτάζ (κάθε ρεπορτάζ, αφού γίνεται εν θερμώ και πρέπει να αποτυπώσει

εντυπώσεις της στιγμής είναι από τη φύση του πρό-χειρο) μπορεί εν ψυχρώ και

νηφάλια να προβεί στις δικές της εκτιμήσεις.

Ο λόγος λοιπόν σήμερα για τον πολυσυζητημένο και πολυδιαφημισμένο «Μάκβεθ» του

Νεκρόσιους. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Λιθουανός αυτός σκηνοθέτης που η φήμη

του έφτασε να συζητείται στην Ευρώπη όταν ο άνθρωπος είχε καβατζάρει τα 50

(δεν είναι δηλαδή κανένα νέο φιντανάκι, αλλά ύστερα από αγώνες ανωνυμίας

έφτασε τα τελευταία χρόνια να απασχολεί την άνυδρη θεατρική ευρωπαϊκή πιάτσα)

έφερνε προς συζήτηση μια τέχνη επαρχιακή και ήδη ως μόδα παρηκμασμένη. Το ίδιο

είχε συμβεί παλιότερα με την υστερία πέριξ του Στούρουα και του Λιουμπίμωφ.

Πάει, αυτούς τους ξεχάσανε οι κεχηνότες εδώ ξιπασμένοι διά παν το

«Ευρωπαϊκόν». Τον Στούρουα όταν τον έφερε πρόπερσι ο Κιμούλης τον έφτυσαν, ενώ

έκανε ό,τι ακριβώς έκανε με την «Ηλέκτρα» της Καρέζη και παλιότερα, ακριβώς τα

ίδια, με τον δικό του «Ληρ» του Ρουσταβέλι στο Ηρώδειο. Έκθαμβοι τότε οι

χάχες!

Με τον Λιουμπίμωφ έγινε μια αποκλιμάκωση, μια απομείωση του θαυμασμού, έως την

τωρινή μούγκα.

Ο Νεκρόσιους είναι ένας μεταπράτης της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας του 1970.

Η ευφυΐα του, γιατί αναμφισβήτητα είναι ένας ξύπνιος καλλιτέχνης, ευφάνταστος

και βαθύς γνώστης της σκηνικής γλώσσας, έγκειται στο γεγονός ότι

εκμεταλλεύεται στο έπακρον τις τοπικές του τελετουργικές παραδόσεις. Ιδού πάλι

πώς λειτουργεί ο ελληνικός επαρχιώτικος ξιπασμένος ενθουσιασμός· όταν την ίδια

ακριβώς εκμετάλλευση των τοπικών εδώ τελετουργικών λαϊκών παραδόσεων

χρησιμοποιεί στις ορειβατικές του «Βάκχες» ο Παροίκος ή στους «Οιδίποδές» του

ο Χαντζάκης σνομπάρεται ως παραδοσιακός, ελληνοκεντρικός ή εθνοκεντρικός.

Ο Λιθουανοκεντρικός Νεκρόσιους ενθουσιάζει, όταν μάλιστα δεν αφήνει ούτε

άχυρο, ούτε κοτρώνι, ούτε τρίχα χωρίς να την εννοιοφορτίσει, να τη

συμβολοποιήσει και μέσω μιας τυραννικά ιδεολογοποιημένης εικονοποιΐας συχνά να

την εξευτελίσει. Γάντια που στύβονται και τρέχουν νερό (δέκα φορές),

τσεκούρια, νεκρόκασες, κράκουρα που κουτρουβαλάνε, κοριτσάκια που παίζουν το

σκοινάκι ή που ξύνονται όπως ο σκύλος στην γκλίτσα του τσοπάνη (και είναι οι

τρεις Στρίγγλες του Σαίξπηρ!!).

Αμ! εκείνη η ενχαλίνωση! Ναι, ναι, δυο φορές κάτι ταλαίπωροι ρόλοι-ηθοποιοί

τυλίγονταν μέσα σε χαλιά, ρολό, τους πατίκωναν, όπως η θεία του Φωτίκα που

άνοιγε φύλλο για την πίτα, στις άκρες για να μην φύγει η γέμιση, τους

κουβαλούσαν πέρα δώθε και τους άδειαζαν σαν χαλίκι στο σιλό.

Οι τρεις γκομενίτσες (που ήταν οι Στρίγγλες με τα απαίσια μούτρα και τα άσπρα

μαλλιά, με το ένα δόντι – έτσι τις θέλει ο Σαίξπηρ), τάχα μου μοίρες αδιάφορες

για τα ανθρώπινα, τρία πουλάκια παν ψηλά, αν ο Νεκρόσιους ήταν Έλληνας και

αντλούσε από την ελληνική παιχνιδολογία θα παίζανε την «Τσιγκολελέτα» και το

«Δεν περνάς κυρά Μαρία» όταν θα προφήτευαν τη μοίρα του Μάκβεθ και του Μπάνκο.

Το πρώτο μέρος (μία ώρα και είκοσι λεπτά) είχε δεν είχε τρεις ατάκες κι

έτσι όπως προβάλλονταν ψηλά στο Ηρώδειο έμοιαζε το όλον με τις βουβές

γερμανικές ταινίες του μεσοπολέμου με τα εξπρεσιονιστικά ντεκόρ και το έντονο

μακιγιάζ. Ένα γοτθικό κόμικ. Εκείνο που σε εξοργίζει σ’ αυτές τις

μεταμοντέρνες διασκευές είναι η εκμετάλλευση του ονόματος ενός μεγάλου ποιητή

για λόγους είτε δεκαρολογίας (ποιος θα πήγαινε να δει ένα έργο με συγγραφέα

π.χ. τον Νεκρόσιους και τίτλο «Μάκβεθ»; ) είτε για να ξεσπάσει και να

εκτονωθεί η μωροφιλοδοξία ενός σκηνοθέτη που εξευτελίζει ένα τίμιο ποιητικό

σώμα.

Σχολίαζα πρόσφατα εδώ το έξοχο βιβλίο του Πλωρίτη για τον πολιτικό Σαίξπηρ.

Έχει ολόκληρο κεφάλαιο στον Μάκβεθ. Αλλά και το αριστουργηματικό δοκίμιο του

Τερζάκη στο «Αφιέρωμα στην τραγική μούσα» αναλύει τα υπαρξιακά, πέρα από τα

πολιτικά, αινίγματα του σαιξπηρικού αριστουργήματος.

Στην εκδοχή (ίνα μη τι χείρον είπω) του Νεκρόσιους, οι «Άλλοι» δεν υπάρχουν.

Το μισό έργο του Σαίξπηρ αναφέρεται στους αντιπάλους, στο άλλο στρατόπεδο.

Όχι! για τον μεταμοντέρνο Νεκρόσιους ο άνθρωπος είναι μόνος του, γίνεται

φονιάς από ιδιοτροπία της φύσης. Πουθενά μηχανισμοί εξουσίας, πουθενά θεσμοί

που αλλοτριώνουν τον αγαθό άνθρωπο και τον μετατρέπουν σε όργανο του κακού.

Θεέ μου, τι μεταφυσική μούχλα ανάδυε αυτό το παραμύθι, ποια επιστροφή στα

μεσαιωνικά βάρβαρα τελέσματα των σκοτεινών δρυμών. Λες και ο Σαίξπηρ είναι

ένας συγγραφέας των Νέων Καιρών, δεν είναι εκπρόσωπος της Αναγέννησης στον

τόπο του, λες και δεν είναι ο ποιητής που πραγμάτωσε στη Σκηνή το επιστημονικό

αίτημα του αγγλικού εμπειρισμού όπως το διατύπωσε ο Φραγκίσκος Βάκων.

Αλλά πόσο πιστός στα τεντιμποϊκά ήθη του μεταμοντερνισμού είναι ο

επαρχιώτης Νεκρόσιους. Πόσο εξευτελίζει όπως οι αντάξιοι, ακόμη και στον

μαϊμουδίζοντα τόπο μας, συνάδελφοί του την υποκριτική ιερή διαδικασία. Μόλις ο

ποιητής καταφεύγει στον βαθύ λόγο, στην ενδοσκόπηση, μόλις ο ηθοποιός σε

οργασμό αρχίζει να ανεβαίνει την συναισθηματική κλίμακα, τσουπ κάποιος, εκεί

τυχαίος, περαστικός, του τραβάει το χαλί, κάνει καμώματα, ζάντσες, όπως έλεγε

η γιαγιά μου, καραγκιοζιλίκια, τον υπονομεύει, ποιητή και ηθοποιό, σχεδόν

γελοιοποιεί τη γνησιότητα των αισθημάτων του και, στο κάτω-κάτω, τον

επαγγελματισμό του. Σήμα κατατεθέν αυτής της αγύρτικης σκηνοθεσίας είναι: «Μην

παίρνετε τίποτε στα σοβαρά, όλα είναι σαχλά, ο κόσμος, η ανθρώπινη ψυχή, τα

διλήμματα είναι της πλάκας».

Ο Νεκρόσιους με αξιοθαύμαστη, πρέπει να το ομολογήσω, ευστροφία ανακατεύει

θρύλους του σκοτεινού βορρά, μια ροκ ιδεολογία με ειρωνική, ανατρεπτική και

βλάσφημη συμπεριφορά. Είναι αποδεδειγμένως μάστορας στη δημιουργία αυτόνομων

εικόνων ερήμην του Σαίξπηρ (πολλές από αυτές χωρίς καμία αλλαγή στη δομή και

στον συμβολισμό θα χωρούσαν σε παράσταση του «Ριχάρδου του Γ’», του

«Κοριολανού» του Σαίξπηρ αλλά και του «Εβραίου της Μάλτας» του Μάρλοου και της

«Δούκισσας του Μάλφι» του Γουεμπστέρ). Σκηνοθεσίες πασπαρτού και πρετ α πορτέ.

Κρίμα στους πολύ καλούς, ρωσικής υποκριτικής σχολής, ηθοποιούς του θιάσου

(πλην της Λαίδης Μάκβεθ που έπαιζε όπως οι κυρίες στη «Μισαλλοδοξία» του Έρικ

Φον Στροκχάιμ). Κρίμα και στον καλό μουσικό.

Οι νηφάλιοι Αθηναίοι θεατρόφιλοι έχουν δει έξοχες λιτές, διαυγείς, σαφείς και

βαθιές παραστάσεις Ευρωπαίων σκηνοθετών. Θυμίζω τον Στρίντμπεργκ του Στρέλερ,

τον Ίψεν του Μπέρκμαν, τον Γκολντόνι του Στρέλερ, τον Κοριολανό του Χωλ, τον

Γκόρκι του Έφρος, τον Μαριβώ του Βιτέζ, την Μπαχαβαράτα του Μπρουκ, ακόμη και

τον Γκότσι του Βαχτάνγκωφ. Ε! Θα καταλάβουν τι εννοώ όταν μιλάω για μια

επαρχιώτικη παλιατσούρα και μεταφυσική μούχλα. Τέχνη της εποχής της ασετυλίνης.

INFO

Ο «Μάκβεθ» του Εϊμούντας Νεκρόσιους παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο, στις 12 και 13

Ιουνίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.