Η σύγχρονη περίοδος των ανοιχτών οικονομιών θέτει αυξημένες ευθύνες στην

άσκηση των εκπαιδευτικών πολιτικών. Το τι γίνεται στις άλλες χώρες, μας

ενδιαφέρει ως ένα στοιχείο σχεδιασμού μιας μακρόπνοης μορφωτικής ανέλιξης. Ο

τομέας της συγκριτικής προσέγγισης των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών της

Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) είναι ακόμα πιο ενδιαφέρων αφού συνδέεται και με τον

χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι συγκριτικές μελέτες βέβαια έχουν

σχετική αξία αφού αναφέρονται σε διαφορετικές κουλτούρες και σε διαφορετικές

ιστορικές πορείες των αντίστοιχων εκπαιδευτικών συστημάτων και πάντως

συνιστούν ένα από τα πολλά εργαλεία ανάλυσης των μορφωτικών δυναμικών.

Ας δούμε κάποιες τέτοιες συγκριτικές αναφορές που αφορούν κυρίως «μετρήσιμα»

στοιχεία και που έχουν σταχυολογηθεί από την τελευταία έκθεση του προγράμματος

«Ευρυδίκη» και του Eurostat: α) Το εκπαιδευτικό μοντέλο είναι ίδιο σε όλες τις

χώρες μέχρι το τέλος της κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η υποχρεωτική

εκπαίδευση διαρκεί μέχρι την ηλικία των 15 ή 16 ετών και στα περισσότερα κράτη

διαρκεί 9 ή 10 χρόνια, ενώ στις Κάτω Χώρες και στη Β. Ιρλανδία φθάνει τα 12

χρόνια. β) Στην παρακολούθηση της προσχολικής αγωγής η Δανία έχει το

μεγαλύτερο ποσοστό (20%). Το Βέλγιο, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, το

Λουξεμβούργο έχουν περίπου 15%. Οι χώρες που έχουν μικρό ποσοστό (μικρότερο

του 10%) είναι η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Φινλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. γ)

Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες κυριαρχεί η δημόσια εκπαίδευση έναντι της

ιδιωτικής σε μέσο ποσοστό άνω του 90%. Τα μεγαλύτερα ποσοστά έχουν η Ελλάδα, η

Ιταλία, η Γερμανία, η Ιρλανδία, η Σουηδία, η Φινλανδία. δ) Ιδιαίτερη σημασία

έχουν τα συγκριτικά στοιχεία που αφορούν αυτή καθεαυτή τη σχολική λειτουργία.

Στη διαχείριση του διδακτικού προσωπικού τα σχολεία έχουν απόλυτη ή σχετική

αυτονομία στις Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σουηδία, την Ιρλανδία, το

Βέλγιο, ενώ δεν έχουν καθόλου ή πολύ περιορισμένη αυτονομία στην Ελλάδα, τη

Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο, την Αυστρία.

Στην «κατανομή ωρών ανά μάθημα» τα σχολεία έχουν αυτονομία ή σχετική αυτονομία

στις Κάτω Χώρες, την Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Δανία, την Ιρλανδία,

τη Φινλανδία, τη Σουηδία, ενώ δεν υπάρχει καθόλου αυτονομία στα σχολεία των

υπόλοιπων χωρών. Όσον αφορά τη διάρκεια της σχολικής περιόδου, τα σχολεία

έχουν αυτονομία (απόλυτη ή σχετική) στην Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιρλανδία, την

Ιταλία, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία

και το Ηνωμένο Βασίλειο. Στις υπόλοιπες χώρες δεν υπάρχει καμιά αυτονομία. ε)

Η εκπόνηση σχολικού σχεδίου και η παρακολούθηση των εκπαιδευτικών συστημάτων

σε πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο επίπεδο είναι υποχρεωτικές σε Ισπανία,

Γαλλία, Κάτω Χώρες, Ηνωμένο Βασίλειο, Βέλγιο, Σκανδιναβικές Χώρες, Ιταλία,

Ιρλανδία και προαιρετικές σε Ελλάδα, Πορτογαλία, Γερμανία, Αυστρία. στ) Ο

αριθμός των νέων που σπουδάζουν αυξάνεται διαρκώς τις τελευταίες δεκαετίες.

Ωστόσο το ποσοστό των ατόμων που δεν διαθέτουν τίτλο της ανώτερης βαθμίδας της

δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ποικίλλει ανά ηλικιακή ομάδα και ανά χώρα.

Οι χώρες με τα χειρότερα αποτελέσματα είναι η Ισπανία, η Ιταλία και η Πολωνία,

ενώ με τα καλύτερα η Δανία, η Φινλανδία και η Σουηδία. Η Ελλάδα έχει

χειρότερους δείκτες από το μέσο ευρωπαϊκό ποσοστό, στις ηλικίες 50-59 και

40-49 (απόρροια του επιλεκτικού σχολείου των δεκαετιών ’60 και ’70), αλλά έχει

καλύτερους στις ηλικίες 20-29, δείγμα της δυναμικής ανάπτυξης της εκπαίδευσής

μας τις τελευταίες δεκαετίες. ζ) Οι εγγραφές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση

υστερούν αφού ο μέσος όρος στις χώρες της Ε.Ε. είναι 15% επί του συνόλου των

μαθητών. Η μεγαλύτερη αναλογία (άνω του 20%) παρατηρείται στην Ελλάδα, την

Ισπανία, τη Φινλανδία, τη Νορβηγία. Από τα στοιχεία στ και ζ και από σχετικές

πολιτικές αναλύσεις προκύπτει ένα αβίαστο συμπέρασμα: όπου διαμορφώνεται μια

δυναμική ανέλιξη της εκπαίδευσης, ενισχύεται σημαντικά ο ρυθμός ανάπτυξης των

αντίστοιχων χωρών. Μήπως, λοιπόν, κρίνεται εδώ κυρίως η αναπτυξιακή προσπάθεια

της Ελλάδας;

Ο Νίκος Τσούλιας είναι πρόεδρος της ΟΛΜΕ.