Η ίδια ιστορία «αρχέγονων» συμπλεγμάτων: Τι γύρευε αυτή, μητέρα κιόλας, στο
Αφγανιστάν; Τι το ‘θελε το μασκάρεμα με την μπούρκα για να κάνει ρεπορτάζ «στο
στόμα του λύκου»; Πίσω από τα διαβήματα για την απελευθέρωσή της από τους
Ταλιμπάν, η βρετανική κακεντρέχεια και από συναδέλφους της δημοσιογράφους
έδινε κι έπαιρνε. Έδωσε ο Θεός ή ο Αλλάχ και την απελευθέρωσαν στις δέκα
ημέρες. Ανέγγιχτη. Και η Ιβόν γύρισε στην πατρίδα της και την κόρη της,
ανυποψίαστη. Μα δεν χρειάστηκε πολύ για να μάθει και να γράψει στο βιβλίο
της πως κάποιοι ήλπιζαν να είχε εκτελεστεί ή κακοποιηθεί για να την κάνουν
«σημαία». Και ακόμη πως κάποιοι άλλοι τη χλεύαζαν, γιατί «ανεκπαίδευτη» θέλησε
να πάει εκεί που μόνον «έμπειροι» τολμούν έστω και αν τελικά δεν τα
καταφέρνουν. Είκοσι πέντε χρόνια στο κουρμπέτι της δημοσιογραφίας, η Βρετανίδα
Ιβόν δεν έκανε τίποτε περισσότερο απ’ ό,τι ένας δημοσιογράφος με τσαγανό κάνει
μπροστά στην πρόκληση: την άρπαξε. Το λάθος της ήταν στο… φύλο της. Γιατί
και ο έμπειρος Γάλλος συνάδελφός της του «Παρί Ματς» λίγες ημέρες νωρίτερα
είχε συλληφθεί, αλλά γι’ αυτήν είπαν στη χώρα της ότι δεν είχε εμπειρία από
πολεμικό ρεπορτάζ κι ας είχε καλύψει δύο φορές τον πόλεμο στον Κόλπο.
Έμαθε όσα έμαθε για το Αφγανιστάν η Ιβόν, εκείνο όμως που της έμεινε είναι πως
και στις δυτικές κοινωνίες, με έναν άλλο τρόπο, θεωρείται ακόμη… αμάρτημα να
είσαι γυναίκα, και μάλιστα γυναίκα που «το λέει η περδικούλα της». Και τόσο το
χειρότερο αν επιβιώνεις.