Γερμανικό χιούμορ. Κάποιοι θα χαρακτήριζαν τη φράση αυτή οξύμωρη. Στην

πραγματικότητα, η έννοια είναι ζωντανή και δυνατή και οι Γερμανοί την παίρνουν

πολύ στα σοβαρά. Ιδιαίτερα από τις 11 Σεπτεμβρίου και μετά, με το 60% να

δηλώνει σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση ότι είναι το πιο ισχυρό μέσο για την

καταπολέμηση του φόβου.

«Χρειαζόμαστε το χιούμορ περισσότερο από ποτέ, διότι οι μπαταρίες μας

βρίσκονται στο μηδέν», λέει ο Γερμανός κωμικός Γιόργκεν βον ντερ Λίπε. «Το

χρειαζόμαστε όπως χρειάζεται ο κολυμβητής την άκρη της πισίνας».

Μόνο που τις δύο πρώτες εβδομάδες μετά τις επιθέσεις στις ΗΠΑ δεν ξέραμε πώς

να αντιδράσουμε. Προς τα τέλη Σεπτεμβρίου επισκέφθηκα το «Die Distel» («Το

Γαϊδουράγκαθο»), ένα ανατολικογερμανικό καμπαρέ και μια από τις πιο σημαντικές

σκηνές για πολιτική σάτιρα στη χώρα.

Το πικρόγλωσσο χιούμορ που κατά παράδοση διέθεταν τα καλογραμμένα, έξυπνα

σκετς και τραγούδια του, έλειπε εκείνο το βράδυ από την πρεμιέρα τού νέου

προγράμματος.

«Είναι δύσκολο να είμαστε επίκαιροι όταν δεν γνωρίζουμε τι πρόκειται να συμβεί

­ βρισκόμαστε όλοι στην κόψη του ξυραφιού», σχολίασε αργότερα ένας από τους

καλλιτέχνες. Είχαν ετοιμάσει ένα σκετς γύρω από τις επιθέσεις, την τελευταία

στιγμή, όμως, το έκοψαν. «Το κάναμε πρόβα ξανά και ξανά, αλλά δεν έβγαινε».

Ακόμη και ο οικοδεσπότης του δημοφιλέστερου τσατ – σόου της χώρας, ο Χάραλντ

Σμιντ, έμεινε μακριά από τις οθόνες της τηλεόρασης για ένα δεκαπενθήμερο.

Ξαφνικά, το χιούμορ δεν ήταν πια αστείο. Και εν πάση περιπτώσει, όλος ο

τηλεοπτικός χρόνος καλυπτόταν από ειδήσεις. Ήταν, όπως είπαν οι σχολιαστές, το

τέλος της επονομαζόμενης spassgesellschaft ­ της επιφανειακής γενιάς. Τα

καμπαρέ κράτησαν τις πόρτες τους κλειστές το μεγαλύτερο μέρος του Σεπτεμβρίου.

Ήταν η μεγαλύτερη διακοπή στην 100χρονη ιστορία αυτής της μορφής τέχνης από

την πυρκαγιά στη Ράιχσταγκ, τον Φεβρουάριο του 1993.

Σιγά – σιγά οι καλλιτέχνες των καμπαρέ ξαναβρίσκουν τη φωνή τους. Είναι, όμως,

ακόμη ιδιαίτερα νευρικοί όσον αφορά το τι μπορούν και τι δεν μπορούν να πουν,

καθώς και για το ενδεχόμενο να κηρύξει η κυβέρνηση «κατάσταση εκτάκτου

ανάγκης» αν συμμετάσχουν τα γερμανικά στρατεύματα στις επιθέσεις εναντίον του

Αφγανιστάν. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να σημαίνει την επιβολή λογοκρισίας στα

ΜΜΕ και το θέατρο.

Αλλά σε τελική ανάλυση, λένε οι Γερμανοί κωμικοί, αν δεν μπορείς να γελάσεις,

ποιο είναι το νόημα; Ο Βρετανός κωμικός Ρόουαν Άτκινσον, ο Μίστερ Μπιν ­ του

οποίου το όνομα διακωμωδείται ευρέως τις τελευταίες ημέρες στη Γερμανία ως

Μίστερ Μπιν Λάντεν ­ θα βρει κατά πάσα πιθανότητα πολλούς υποστηρικτές ανάμεσα

στους Γερμανούς κωμικούς για τις χθεσινές προειδοποιήσεις του εναντίον της

λογοκρισίας και της καταστολής της σάτιρας από τη βρετανική κυβέρνηση.

Αναθαρρυμένη από τις προσπάθειες που καταβάλλει το γερμανικό καμπαρέ να

επιστρέψει στο ρινγκ και να αρχίσει να παλεύει με τη σκιά τής 11ης

Σεπτεμβρίου, μια Βρετανίδα φίλη μου δανείστηκε ένα βίντεο του τηλεοπτικού

σατιρικού σόου «Scheibenwischer» («Καθαριστές Παρμπρίζ»), που γνώρισε μεγάλη

επιτυχία. Το πήρε στο Βρετανικό Συμβούλιο της πόλης και κάθησε να

παρακολουθήσει μισή ώρα ψυχαγωγίας και μύησης στο γερμανικό χιούμορ. Στα μισά

του σόου ένα μέλος του προσωπικού πετάχτηκε πάνω και της είπε: «Σε είχα στο

μάτι από καιρό κι εσύ παρακολουθείς ένα γερμανικό βίντεο! Es ist verboten!»

Φαίνεται ότι η λογοκρισία του γερμανικού χιούμορ έχει ήδη ξεκινήσει.

Η Kate Connolly είναι αρθρογράφος της εφημερίδας «The Guardian».