Το βασικό ερώτημα που ταλανίζει εδώ και πολύ καιρό το ΠΑΣΟΚ, όπως σημειώναμε

σε προηγούμενο κείμενό μας, είναι η δυνατότητα άσκησης μιας ριζικά

διαφορετικής πολιτικής, σε σχέση με την ασκούμενη. Αν και το ερώτημα αυτό δεν

απαντήθηκε ευθέως στο 6ο Συνέδριο, εν τούτοις είναι δυνατόν, νομίζουμε, να

ανιχνευθούν κάποιες βασικές κατευθύνσεις:

Α. Η πρώτη κατεύθυνση του Συνεδρίου είναι ότι δεν είναι δυνατόν να μιλάμε στις

παρούσες συνθήκες για «άλλη πολιτική», υπό την έννοια μιας συνολικής

εναλλακτικής λύσης, που θα σηματοδοτεί πλήρη αναπροσανατολισμό των ισχυουσών

κυβερνητικών προτεραιοτήτων. Η στάση αυτή είναι κατ’ αρχήν εύλογη. Στην εποχή

της «παγκοσμιοποίησης» και της «νέας τάξης», που χαρακτηρίζεται από την

επικράτηση μιας υπερδύναμης χωρίς αντίπαλο δέος και παράλληλα από την

αποχαλίνωση των διεθνών αγορών, την ανάδειξη πανίσχυρων ιδιωτικών κέντρων

οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος, την πολιτιστική ισοπέδωση και τη

μεθοδευμένη προσπάθεια συρρίκνωσης των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, το

χειρότερο που έχει να προσφέρει ένα σοσιαλιστικό κόμμα είναι το να καλλιεργεί

αυταπάτες. Η πραγματικότητα είναι μία, και είναι σκληρή.

Με τα σημερινά δεδομένα, οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις βρίσκονται παντού

σε άμυνα και δεν υπάρχουν περιθώρια ούτε για ευρείες κοινωνικές ανατροπές στο

πλαίσιο ενός εθνικού κράτους ούτε για δονκιχωτισμούς στην άσκηση της

εξωτερικής πολιτικής. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν το κράτος αυτό υφίσταται,

ούτως ή άλλως, πολλαπλούς περιορισμούς στην εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία

του λόγω της ­ ηθελημένης ­ ένταξής του σε υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως η

Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Είναι λοιπόν ευνόητο ότι σε ένα τέτοιο διεθνές

περιβάλλον, το οποίο μάλιστα έχει επιβαρυνθεί σημαντικά από το τελευταίο τυφλό

τρομοκρατικό κτύπημα, τα σοσιαλιστικά κόμματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν με

ρεαλισμό τους στόχους και τις προτεραιότητές τους, αν βεβαίως θέλουν να

μετέχουν στην άσκηση της εξουσίας. Διότι αυτή η επιδίωξη δεν επιτρέπει την

πολυτέλεια της πλήρους ιδεολογικής καθαρότητας και συνέπειας, ακόμη και γι’

αυτούς που ξεκινούν με τις καλύτερες προθέσεις. Διαφορετικά βεβαίως τίθεται το

ζήτημα αν ο παραπάνω προβληματισμός αποκοπεί από την κυβερνητική προοπτική.

Στην περίπτωση αυτή, αν θέλει κανείς να παραμείνει εντελώς ανυποχώρητος στις

σοσιαλιστικές αρχές του, η λύση είναι μία και μόνη: να παραμείνει έξω από τους

υπάρχοντες κομματικούς σχηματισμούς, δεδομένου ότι όλοι αποβλέπουν, με τον

έναν ή τον άλλο τρόπο, στην κατάκτηση της εξουσίας και να επιλέξει άλλες

μορφές πολιτικής δράσης, στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών.

Β. Όλα αυτά πάντως δεν σημαίνουν ότι το Συνέδριο αποδέχθηκε ότι η άσκηση

κυβερνητικής πολιτικής είναι ένας μονόδρομος που δεν επιτρέπει καμία

παρέκκλιση και καμία διαφοροποίηση. Ούτε ότι οι σημερινές δυσκολίες επιβάλλουν

την άνευ όρων ιδεολογική προσχώρηση σε μια «μονοδιάστατη σκέψη» και τη

συνακόλουθη άκριτη προσαρμογή στα δεδομένα της σύγχρονης πραγματικότητας. Το

αντίθετο μάλιστα. Στις τοποθετήσεις πολλών συνέδρων, ανεξαρτήτως εσωκομματικής

ένταξης, ήταν έκδηλη η αγωνία ότι ένας έτσι νοούμενος «εκσυγχρονισμός», που θα

εξαντλεί την κοινωνική του ευαισθησία απλώς στον «εξανθρωπισμό του

καπιταλισμού», όχι μόνον δεν έχει σχέση με την παράδοση του σοσιαλιστικού

κινήματος, αλλά και κινδυνεύει να γίνει το άλλοθι μιας πλήρους ιδεολογικής

μετάλλαξης.

Πρέπει δε να παρατηρήσουμε ότι η αγωνία αυτή δεν είναι αδικαιολόγητη. Είναι

φανερό ότι σε μεγάλο μέρος του κυβερνητικού έργου η σημαία των αξιών και των

ιδεών έχει υποσταλεί προ πολλού και παρατηρείται ήδη σοβαρή μετατόπιση προς

την κατεύθυνση της συνειδητής αποδοχής θέσεων και απόψεων που απομακρύνουν

πλήρως το ΠΑΣΟΚ από τις προοδευτικές του ρίζες και το οδηγούν στην αγκάλη του

κοινωνικού κατεστημένου και των αξιών του. Κι αυτό ισχύει όχι μόνον στο πεδίο

της οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής ­όπου ορισμένες νοοτροπίες και

πρακτικές κινούνται στα όρια του νεοφιλελευθερισμού­ αλλά και σε πολλούς

άλλους κρίσιμους και νευραλγικούς τομείς, όπου πολλά πρέπει να γίνουν για να

ξαναθυμηθούμε ότι η σημερινή κυβέρνηση είναι σοσιαλιστική. Το παράδειγμα

άλλωστε της πρόσφατης ­ συντηρητικής και άτολμης ­ συνταγματικής αναθεώρησης

υπήρξε σε συμβολικό επίπεδο εξόχως χαρακτηριστικό.

Εκείνο λοιπόν που θεωρούμε ότι προέκυψε ιδίως από το Συνέδριο, έστω και μέσα

από πολλαπλές διαθλάσεις, είναι το εξής απλό: Το ότι ένα σοσιαλιστικό κόμμα

πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν του όλα τα δεδομένα και όλους τους συσχετισμούς

δυνάμεων για τη διακυβέρνηση μιας χώρας δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποδέχεται

συνειδητά και τα αφελή, πλην εξαιρετικά επικίνδυνα, ιδεολογήματα των

απολογητών της «παγκοσμιοποίησης» και της «νέας τάξης». Και ειδικότερα: Το ότι

έχει κυριαρχήσει πλέον η οικονομία της αγοράς δεν σημαίνει ότι εξαλείφθηκαν ως

διά μαγείας οι κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις ούτε ότι εξέλιπαν οι

τεράστιοι ­ εγγενείς άλλωστε ­ κίνδυνοι που εγκυμονεί μια ασύδοτη λειτουργία

της για το μέλλον της ανθρωπότητας. Έτσι, η επαναρρύθμιση της αγοράς, μέσω της

αποκατάστασης ενός γενναίου συστήματος αναδιανομής και ενός δραστικού και

αποτελεσματικού κοινωνικού ελέγχου, όχι μόνον είναι περισσότερο αναγκαία από

ποτέ ­ λόγω των διαρκώς αυξανόμενων παρεκτροπών της ­, αλλά και αποτελεί

απαρέγκλιτο όρο για την επιστροφή της πολιτικής και την ανάκτηση της

αξιοπιστίας της. Αλλά και στην εξωτερική πολιτική πρέπει να είναι σαφές ότι

ρεαλισμός δεν σημαίνει ενδοτισμός.

Άλλο να αποδέχεται ένα κόμμα την αδήριτη αναγκαιότητα κάποιων εθνικών

συμβιβασμών, προκειμένου να εξυπηρετηθεί μακροπρόθεσμα το εθνικό συμφέρον, και

άλλο ο άκριτος απολογητισμός που προτείνουν ορισμένοι για κάθε κίνηση και

επιλογή των ηγητόρων της «νέας τάξης», ακόμη και αν αυτή κινείται οφθαλμοφανώς

έξω από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και αντιστρατεύεται κάθε έννοια

ανθρωπισμού. Όλα αυτά, βέβαια, ισχύουν πολύ περισσότερο για το υπό διαμόρφωση

ενιαίο σοσιαλιστικό κόμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς μόνο σε υπερεθνικό

επίπεδο υπάρχει ορατή ελπίδα για αποτελεσματική προάσπιση της σύγχρονης

δημοκρατίας.

Γ. Συμπερασματικά, το πρώτο μέλημα της νέας ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ πρέπει να είναι

η σωστή αποκρυπτογράφηση του μηνύματος του Συνεδρίου, που θα μπορούσε

περιληπτικά να αποδοθεί ως εξής: Περιθώρια «άλλης πολιτικής», όπως την

προσδιορίσαμε προηγουμένως, δεν υπάρχουν υπό τις παρούσες συνθήκες. Για τον

λόγο αυτόν άλλωστε δεν ετίθετο εξ αρχής και θέμα αλλαγής του προέδρου των

επανειλημμένων εκλογικών επιτυχιών.

Ωστόσο, άλλες πολιτικές, υπό την έννοια επιμέρους ριζικών βελτιώσεων της νυν

εφαρμοζόμενης, όχι μόνον υπάρχουν αλλά και είναι επιβεβλημένες. Υπό το πρίσμα

δε αυτό πρέπει να ερμηνευθεί και η εντολή που δόθηκε στον Πρωθυπουργό, και η

οποία όντως είναι καθαρή: Ριζοσπαστικές κοινωνικές και πολιτικές τομές παντού,

που θα εξαντλούν όλα τα περιθώρια του εφικτού και θα συνδυάζουν τον λογισμό με

το όνειρο, ώστε να πείθουν και συνάμα να εμπνέουν. Ανανέωση σε πρόσωπα και

ιδέες, αλλά με σεβασμό στην προσφορά και τους αγώνες του ιστορικού ΠΑΣΟΚ,

ιδίως δε των πολλών ανιδιοτελών εκφραστών του. Ρήξη με τον εθνικισμό, τη

μισαλλοδοξία και τον απομονωτισμό, αλλά όχι και με την εθνική αξιοπρέπεια και

το εθνικό φιλότιμο. Ρήξη με την εθελοτυφλία και τον λαϊκισμό, αλλά όχι και με

τον λαϊκό χαρακτήρα και τις κοινωνικές καταβολές του ΠΑΣΟΚ.

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.