Γράφτηκε μία, δύο, τρεις, δέκα φορές, έγινε φράση-κλισέ, αύριο θα τη δούμε

τίτλο ταινίας και μεθαύριο βιβλίου. «Το τέλος της αθωότητας». Έτσι. Φορτισμένη

συναισθηματικά, μία φράση συλλογικής απενοχοποίησης. Η τραγωδία παραμένει

τραγωδία, η φρίκη το ίδιο, η αθωότητα, όμως, που «χάθηκε» ποια ήταν; Και τι

έγινε επίγνωση από εκείνη τη φοβερή ενδέκατη ημέρα μηνός Σεπτεμβρίου; «Αθώα

είναι μόνο τα παιδιά», έλεγε ο πατέρας μου ­ τι κρίμα που δεν μπορώ τώρα να

μιλήσω μαζί του. Για έναν ολόκληρο κόσμο, όμως, που έχει μάθει να νοιάζεται

για τη δική του και μόνον ασφάλεια, δίχως να κοιτάζει λίγο παραέξω, πού είναι

η αθωότητα; Άγνοια ναι, αλλά ανυπαίτια; Αλαζονεία ναι, αλλά δίχως την υποψία

της ύβρεως; Και ανεμελιά, έστω, αλλά με αδιαφορία για τα δεινά που πλήττουν

άλλους γιατί ποτέ δεν ακούστηκε ένα συλλογικό δυνατό «όχι»; Στον αιώνα της

παγκοσμιοποίησης, ιδού και η παγκοσμιοποίηση του φόβου. Μακάρι να υπήρχε

αθωότητα. Θα ήταν, τουλάχιστον, μικρότερος ο φόβος. Αλλά αν φοβόμαστε τόσο,

είναι ακριβώς γιατί δεν είμαστε αθώοι. Και στον «μεγάλο της ύπνο» η υπερδύναμη

δεν θα διδάξει ποτέ τους πολίτες της την αφύπνιση.

Θα τους αφήσει εκεί, να ζητούν πολέμους και αίμα στο αίμα. Και να μοιράζονται

τα «γιατί;» της τυφλότητας και της χαμένης ξεγνοιασιάς, αλλά όχι, ασφαλώς όχι,

της αθωότητας.