Σαν ξαφνικά ν’ ανακαλύψαμε τη χαρά των μικρών πραγμάτων και των καθημερινών

στιγμών που πριν προσπερνούσαμε βιαστικά και αδιάφορα. Μου φαίνεται ή έτσι

συμβαίνει; Από τη μία ημέρα στην άλλη, μέσα στην αγριάδα του καιρού,

ημερέψαμε. Εμείς, οι κοινοί θνητοί του κόσμου τούτου, κομπάρσοι σε σενάρια

αγωνίας και τρόμου, μετράμε την αξία όσων είχαμε υποτιμήσει γιατί τα

θεωρούσαμε αυτονόητα. Σαν να καλοσυνέψαμε κιόλας, σαν να χαμηλώσαμε την ένταση

στη φωνή καθώς έμφοβοι θητεύουμε στην αναμονή ημερών που δεν θέλουμε να

‘ρθουν, μα και που δεν είναι στο χέρι μας ν’ αποτρέψουμε.

Κοιταζόμαστε τρυφερά με τους φίλους, στο γραφείο αγγίζουμε ο ένας τον άλλο με

μικρές χειρονομίες συναδελφικής οικειότητας, ανταλλάσσουμε αναίτια χαμόγελα,

σαν για να υπαινιχθούμε πως μαζί πορευόμαστε, συνένοχοι όλοι στην τρέλα μας

τόσα χρόνια. Τι είχαμε άλλωστε να χωρίσουμε και γιατί πικραινόμασταν για το

ένα ή το άλλο…

Ο Σεπτέμβρης, γλυκός όπως πάντα, προχωράει βασανιστικά την εξοικείωση με το

αβέβαιο της επιούσας. Νοιάζομαι για το γιασεμί στο πατρικό που μένει απότιστο

­ αυτό να μείνει ανθισμένο στους αιώνες. Σαν ένα σημάδι πως η ζωή είναι πιο

δυνατή από μας, πιο δυνατή από τον φόβο, κραταιή απέναντι στην εξουσία του και

στη σκοτεινιά των χαλεπών που παραμονεύουν.