Οι τελευταίες εξελίξεις στο ζήτημα των ταυτοτήτων, που ταλάνισαν για τόσους

μήνες τον τόπο, επιτρέπουν μια συνολική αποτίμηση της κρίσης και των

επιπτώσεών της σε πολιτικό και θεσμικό επίπεδο. Δύο είναι κατά την άποψή μας

τα σημεία που πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα:

Α. Η επίσημη Εκκλησία, με προεξάρχοντα τον προκαθήμενό της Αρχιεπίσκοπο

Χριστόδουλο, όχι μόνον υπερέβη τον ρόλο της, καταφεύγοντας σε εκδηλώσεις με

σαφή πολιτικό χαρακτήρα, αλλά και ενέδωσε, ως μη ώφειλε, σε ακραίες μορφές

δημαγωγίας και καιροσκοπισμού, συγχέοντας κατά τρόπον ανεπίτρεπτο αφενός την

έννοια του πιστού με την έννοια του πολίτη και αφετέρου την έννοια του έθνους

με την έννοια της θρησκείας. Πύρινοι λόγοι, που μαρτυρούν εθναρχικά απωθημένα,

«λαοσυνάξεις» με εμφανή τη μίμηση κομματικών συγκεντρώσεων και, τέλος, συλλογή

υπογραφών για καταγραφή δυνάμεων, με πρόφαση την επιδίωξη διενέργειας

δημοψηφίσματος, συνέθεσαν ένα σκηνικό άκρατου θρησκευτικού λαϊκισμού και

έκδηλης μισαλλοδοξίας. Πρόκειται, στην ουσία, για μια αδιέξοδη «επαναστατική

γυμναστική» των πιστών, με αιχμή του δόρατος τους αφελείς και τους φανατικούς,

που επιτεύχθηκε χάρη στην πρωτοφανή κινητοποίηση του εκκλησιαστικού

μηχανισμού, ο οποίος προφανώς λησμόνησε ότι είναι στο σύνολό του

κρατικοδίαιτος και πολλαπλά εξαρτημένος από την Πολιτεία. Πρόκειται όμως,

παράλληλα, για κινητοποιήσεις και πρωτοβουλίες, οι οποίες αποδείχθηκε ότι

στρέφονται ευθέως κατά της ισχύουσας συνταγματικής τάξης, σε τελευταία δε

ανάλυση κατά της δημοκρατικής νομιμότητας. Ειδικότερα:

Το ψευδεπίγραφο του «δικαιώματος» αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες

αποκαλύφθηκε πανηγυρικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο έκρινε ρητά

και κατηγορηματικά, και μάλιστα με ευρεία πλειοψηφία, ότι τέτοιο δικαίωμα δεν

υφίσταται κατά το ισχύον Σύνταγμα και ότι ακόμη και η προαιρετική αναγραφή του

θρησκεύματος στις ταυτότητες παραβιάζει ευθέως την ελευθερία της θρησκευτικής

συνείδησης.

Το ψευδεπίγραφο της «δημοκρατικής διαδικασίας» για τη διενέργεια

δημοψηφίσματος επιβεβαιώθηκε επίσης πανηγυρικά από τον Πρόεδρο της

Δημοκρατίας, ο οποίος τόνισε με έμφαση ότι όχι μόνον δεν προβλέπεται σχετική

πρωτοβουλία για δημοψήφισμα όπως προτείνει η επίσημη Εκκλησία, αλλά δεν

νοείται δημοψήφισμα για κατάργηση συνταγματικών δικαιωμάτων. Το ράπισμα ήταν

διπλό, ηχηρό κι ευστόχως διδακτικό για το μέλλον…

Β. Η σύγκρουση για τις ταυτότητες είχε νικητές και ηττημένους.

Η ήττα αφορά όχι την Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της, αλλά τη θεοκρατική

λογική της Ιεραρχίας και δη του Αρχιεπισκόπου, που αποτελεί σύγχρονη αναβίωση

του «Ελλάς – Ελλήνων – Χριστιανών». Η λογική αυτή υπέστη πραγματική

πανωλεθρία, αφού στηριζόταν εξ ολοκλήρου στην εργολαβική εκπροσώπηση του

συνόλου των πιστών, η οποία αποδείχθηκε πλαστή και προσχηματική. Μετά από

τέτοια κινητοποίηση, μετά από τόσες πιέσεις, προκλήσεις, παρακλήσεις και

απειλές μόνο το ένα τρίτο των πολιτών της χώρας μας δέχθηκε να θέσει την

υπογραφή του στη διάθεση της επίσημης Εκκλησίας (αν βέβαια δεν έγινε νόθευση

του αποτελέσματος, και αν δεν υπάρχουν μετανοήσαντες μετά την αποκάλυψη της

παραπλανητικής τακτικής του Αρχιεπισκόπου). Έτσι η Ιεραρχία έχει χάσει

ανεπιστρεπτί το σπουδαιότερο όπλο που είχε στη φαρέτρα της: την επίκληση της

«συντριπτικής πλειοψηφίας» του ελληνικού λαού.

Η νίκη, από την άλλη μεριά, δεν αφορά τόσο την κυβέρνηση, παρά το ότι σ’ αυτήν

πρέπει να αποδοθεί προεχόντως ο έπαινος για τη σταθερή και αταλάντευτη στάση

της. Αφορά ιδίως την Πολιτεία στο σύνολό της, η οποία συντεταγμένα, τόσο διά

των κορυφαίων εκπροσώπων της ­ Προέδρου της Δημοκρατίας, Πρωθυπουργού και

Προέδρου της Βουλής ­ όσο και διά του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της

στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, επιβεβαιώνοντας τον κοσμικό χαρακτήρα της

και απορρίπτοντας τις σειρήνες της ενδοτικότητας και της πελατειακής

συναλλαγής, που δυστυχώς επικράτησαν κατά την πρόσφατη αναθεώρηση του

Συντάγματος. Στην εξέλιξη δε αυτή πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα και ο ρόλος

της Ανεξάρτητης Αρχής για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων, η οποία

δικαίωσε εν γένει την επιλογή του αναθεωρητικού νομοθέτη για τη συνταγματική

κατοχύρωση των Ανεξάρτητων Αρχών, ως προκεχωρημένων θεσμικών φυλακίων, που δεν

υποκύπτουν στη λογική του πολιτικού κόστους, προσδίδοντας έτσι κύρος και

αξιοπιστία στην Πολιτεία…

Η νίκη αφορά, πάντως, σε τελευταία ανάλυση, το προοδευτικό και κριτικό πνεύμα,

το κράτος δικαίου και τη δημοκρατική νομιμότητα. Στρέφεται δε κατά ενός

ιδιότυπου νεοσυντηρητισμού, τον οποίο φιλοδοξεί να εκπροσωπήσει ο

Αρχιεπίσκοπος με τις γνωστές αντιδημοκρατικές καταβολές του, παρασύροντας

δυστυχώς τη Νέα Δημοκρατία ­ της οποίας ο φιλελευθερισμός αποδεικνύεται

μονομερής και εντέλει ψευδεπίγραφος ­ αλλά και ένα τμήμα του ΠΑΣΟΚ, το οποίο,

από κοινού με κάποιους μεταλλαγμένους διανοουμένους της πάλαι ποτέ

επαναστατικής Αριστεράς, συγχέει τη ­ θεμιτή ­ αντίσταση κατά των αρνητικών

επιπτώσεων της «παγκοσμιοποίησης» με τον θρησκευτικό επαρχιωτισμό, τον

φανατισμό και τη φυγή προς τα πίσω…

Μετά τη μάχη λοιπόν, η ώρα του απολογισμού. Οι νικητές, δηλαδή η Πολιτεία και

οι υπέρμαχοι της ανοιχτής δημοκρατικής κοινωνίας, οφείλουν αφενός να

περιφρουρήσουν τη νίκη τους, χωρίς κομπασμούς και οίηση, και αφετέρου να τη

διευρύνουν, προωθώντας τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στις σχέσεις Πολιτείας και

Εκκλησίας, με κριτήριο τη διασφάλιση όλων των πτυχών της θρησκευτικής

ελευθερίας, αλλά και τον σεβασμό της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης. Όσο δε

για τους ηττημένους, αυτοί οφείλουν καταρχάς να κάνουν την αυτοκριτική τους

για τον διχασμό που προκάλεσαν χωρίς λόγο στον ελληνικό λαό, αλλά και για τον

ολισθηρό και αντιδημοκρατικό δρόμο στον οποίο οδήγησαν την Εκκλησία. Στη

συνέχεια δε, επιβάλλεται να δώσουν απτά δείγματα μιας άλλης νοοτροπίας και

πρακτικής, η οποία, αν μη τι άλλο, θα σέβεται πραγματικά και όχι προσχηματικά

τον διάλογο, θα κινείται μέσα στο πλαίσιο του ισχύοντος συνταγματικού

πολιτεύματος και δεν θα αντιστρατεύεται τη δημοκρατική νομιμότητα. Κάθε άλλη

επιλογή θα κρατήσει ανοικτό τον ασκό του Αιόλου και θα οδηγήσει σε μακροχρόνιο

διχασμό, από τον οποίο, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, καμία Εκκλησία

δεν βγήκε κερδισμένη…

Ο Γιώργος Σωτηρέλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών