Το θέμα δεν είναι δα υπαρξιακό, θα γίνει όμως αν επιμείνω. Γιατί κάθε φορά που

πηγαίνω στην Επίδαυρο, ξεκινώ χαρά Θεού και γυρίζω με «τραύμα». Δεν έχω δει

τις μεγάλες παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας στις πρώτες δεκαετίες του Φεστιβάλ,

δεν ευτύχησα να μοιραστώ το ρίγος ερμηνειών που ­ καθώς λένε ­ διαπερνούσε

τότε τους θεατές από τις πρώτες σειρές ώς τις τελευταίες. Περισσότερο για μένα

η Επίδαυρος ­ ο χώρος, τα πεύκα και οι θεριεμένοι θάμνοι, οι γρύλοι, το

μούχρωμα και τ’ αστέρια ­ ήταν αυτή καθαυτή μια εμπειρία που με γαλήνευε,

δίχως καν να δω παράσταση.

Και να που τα τελευταία χρόνια η Επίδαυρος με αγριεύει. Όχι ως χώρος, ευτυχώς,

γιατί όπως ήταν έτσι έχει μείνει, αλλά ως δοκιμασία νεύρων και αντοχής σε όσες

παραστάσεις ατύχησα να σπεύσω. Η βαρβαρότητα της αναμονής πρώτα, μέχρι να

δοθεί το σύνθημα να μπούμε οι συνωθούμενοι πίσω από τις κλειστές πόρτες. Το

τρεχαλητό, στη συνέχεια, για τη δεύτερη πόρτα. Η λαχανιασμένη ακολούθως

αναρρίχηση ­ ούτε κατσίκια να ‘μασταν ­ στις κερκίδες και, τέλος, ο

διαγκωνισμός για τις σειρές και τις θέσεις. Όλα αυτά γιατί κανείς από τους

ανευθυνοϋπεύθυνους δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να μετρήσει και ν’ αριθμήσει

σειρές και θέσεις. Σαν το αυτονόητο να ‘ναι κάτι πολύ κοπιαστικό ή και…

αχρείαστο.

Έτσι, έχω βρεθεί να κάθομαι ­ μαζί με πολλούς άλλους ­ πατικωμένη ­ συχνά

ξεχνούν να συνυπολογίσουν στα εισιτήρια τους τζαμπατζήδες ­ ή να παρακολουθώ

καβγάδες ως εισαγωγή στην παράσταση, αλλά και μετά την έναρξή της. Και ύστερα

από αυτήν την προθέρμανση, έρχεται η ψυχρολουσία παραστάσεων «εική και ως

έτυχε», με αυτοσχεδιασμούς για τα πανηγύρια και προχειρότητες που θυμίζουν

μαθητικές δοκιμές. Έτσι την έπαθα και προ δεκαημέρου. Βάλσαμο στο «τραύμα» μου

ήταν ο υπέροχος συμβολισμός του συμπαθέστατου αδέσποτου σκύλου, που μπήκε,

διαλαθών, στη σκηνή και έκανε αμέριμνος τις βόλτες του.