Αν κάτι χαρακτηρίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τις θεσμικές επιλογές της

κυβέρνησης, το τελευταίο διάστημα, αυτό είναι προδήλως η απουσία

ιδεολογικοπολιτικού στίγματος, μεταρρυθμιστικής πνοής και αποσαφηνισμένων

κοινωνικών αναφορών, δηλαδή ακριβώς των στοιχείων εκείνων που θα μπορούσαν να

δώσουν νόημα και περιεχόμενο στην εγγενώς θολή και δυσπροσδιόριστη έννοια του

«εκσυγχρονισμού». Το πρόβλημα έγινε φανερό ιδίως με τη χαμένη ευκαιρία της

συνταγματικής αναθεώρησης, εντάθηκε δε δραματικά με την ατυχή απόπειρα για

επίλυση του Ασφαλιστικού, αποκαλύπτοντας ανάγλυφα τα αδιέξοδα μιας άχρωμης και

απόμακρης πολιτικής, που διαμορφώνεται και ασκείται ερήμην της κοινωνίας και

των πολιτών. Ειδικότερα:

Η τελική αποτίμηση της αναθεώρησης είναι αναμφίβολα απογοητευτική. Πράγματι,

αν εξαιρέσουμε τους ελαχίστους που την επωμίσθηκαν ­και ιδίως τον γενικό

εισηγητή της πλειοψηφίας, που απέμεινε θλιβερά μόνος να επαίρεται για το…

επίτευγμά του και να κατακεραυνώνει αλαζονικά και αυτάρεσκα τους

αντιφρονούντες­, οι υπόλοιποι νομίζουμε ότι θα συμφωνούσαν χωρίς δυσκολία:

«ώδινεν όρος και έτεκε μυν»…

Η κριτική ξεκινά ασφαλώς από την προβληματική διεκπεραίωση της αναθεώρησης:

νομοτεχνικές υστερήσεις και ελλείψεις, λάθη και προχειρότητες, περιττές

λεπτομερειακές ρυθμίσεις, που ξεχειλώνουν χωρίς λόγο το Σύνταγμα, σε συνδυασμό

και με τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε ορισμένες ρυθμίσεις ­π.χ. λόγω της

έλλειψης θεσμικών αντιβάρων, της συρρικνωμένης προστασίας του περιβάλλοντος

και της αχρήστευσης ή υποβάθμισης συγκεκριμένων δικαστικών εγγυήσεων­

συνθέτουν μια εικόνα που τραυματίζει ανεπανόρθωτα την πολιτική και θεσμική

αξιοπιστία του όλου διαβήματος (άκρως ενδιαφέρουσα, στο σημείο αυτό, είναι η

συλλογή των σχετικών ­νηφάλιων και διεισδυτικών­ κριτικών παρεμβάσεων του

συναδέλφου Νίκου Αλιβιζάτου, που συνοδεύονται από επίκαιρο εισαγωγικό

σχολιασμό της καθεμιάς και περιλαμβάνονται στον τόμο: «Ο αβέβαιος

εκσυγχρονισμός και η θολή συνταγματική αναθεώρηση», εκδ. «Πόλις», 2001).

Είναι άλλωστε αξιοπρόσεκτο ότι για ένα ζήτημα που προβλήθηκε σαν σημαντικό, ο

Πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης παρέμειναν από την

αρχή έως το τέλος εν πολλοίς αμέτοχοι και μάλλον αδιάφοροι, τα δύο μεγάλα

κόμματα ήταν παθητικοί θεατές ­με τη φωτεινή εξαίρεση ορισμένων στελεχών τους­

και γενικότερα η όλη διαδικασία διεκπεραιώθηκε κατά κανόνα εργολαβικά, ιδίως

από τον εισηγητή της πλειοψηφίας, ο οποίος προφανώς θεώρησε εαυτόν τόσο

επαρκή, ώστε να θεωρήσει περιττή ακόμη και τη συμβολή θεσμικών χώρων που είχαν

­αποδεδειγμένα­ να προσφέρουν πολλά. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, για

παράδειγμα, αντιμετωπίσθηκε με αδικαιολόγητη εχθρότητα, αν και επεξεργάσθηκε

ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες θέσεις και προτάσεις (βλ. τον εξαιρετικά επιμελημένο

τόμο της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ: «Η Αναθεώρηση του Συντάγματος

και το Συμβούλιο της Επικρατείας», Εκδ. Αντ. Σάκκουλας, 2001), ενώ ελάχιστα

λήφθηκε υπόψη, γενικότερα, και ο σοβαρός προβληματισμός που αναπτύχθηκε σε όλο

το φάσμα της δικαστικής λειτουργίας. Η Ένωση Ελλήνων Συνταγματολόγων και το

Ινστιτούτο Ελληνικής Συνταγματικής Ιστορίας και Συνταγματικής Επιστήμης

αγνοήθηκαν επιδεικτικά, παρότι ανέλαβαν πράγματι εποικοδομητικές σχετικές

πρωτοβουλίες ενημέρωσης, διαλόγου και υποβολής προτάσεων, ιδίως διά των

προέδρων τους Κώστα Μαυριά και Γιώργου Κασιμάτη. Αλλά και η μεταχείριση

καθηγητών Συνταγματικού Δικαίου με πολιτική ιδιότητα δεν ήταν καλύτερη.

Αλήθεια, πόσο αξιοποιήθηκε η πλούσια και πολύτιμη πείρα, από ανάλογες

διεργασίες, του ­ευρωβουλευτή­ Δημήτρη Τσάτσου ή έστω οι ειδικές γνώσεις και η

δεδομένη διάθεση προσφοράς τού ­βουλευτή­ Ανδρέα Λοβέρδου και του ­επιτελικού

στελέχους του υπουργείου Εθνικής Άμυνας­ Γιάννη Δρόσου;

Το χειρότερο όμως από όλα, σε σχέση με την αναθεώρηση, είναι ότι αυτή υπήρξε,

σε κάθε περίπτωση, εντελώς αναντίστοιχη με τα προβλήματα και τις προκλήσεις

των καιρών. Δέσμια μιας μονόπλευρης, τεχνοκρατικής και ισοπεδωτικής

«συναίνεσης», η οποία μεταβλήθηκε από μέσο σε αυτοσκοπό, το μόνο που κατάφερε

ήταν να κρύψει τα κρίσιμα προβλήματα κάτω από το χαλί και να υποκαταστήσει τις

ζωντανές συλλογικές διεργασίες με προσωπικές στρατηγικές και μικροπολιτικούς

τακτικισμούς. Ειδικότερα, όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε αναλυτικά με σχετική

μελέτη μας («Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης»», Εκδ.

Αντ. Σάκκουλας, 2000) η παρούσα αναθεώρηση θα παραμείνει στην ιστορία σαν η

αναθεώρηση των πολλαπλών ελλειμμάτων:

Το πρώτο βασικό έλλειμμα αφορά τη συνταγματική προστασία του εθνικού κράτους,

ως φυτωρίου δικαιωμάτων και πολιτικής συμμετοχής, απέναντι στους κινδύνους που

εκπορεύονται από ­υπερεθνικές και εγχώριες­ ιδιωτικές εξουσίες, οι οποίες

επιχειρούν να επιβάλουν, στο πλαίσιο της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης», την

καταθλιπτική κυριαρχία της αγοράς και της «νέας τάξης πραγμάτων»…

Το δεύτερο βασικό έλλειμμα αφορά την ανυπαρξία συνταγματικής πολιτικής για την

εμβάθυνση της πολιτικής δημοκρατίας, μέσω ιδίως της αναβάθμισης των

διαδικασιών του αντιπροσωπευτικού συστήματος και του εμβολιασμού του με

θεσμούς άμεσης δημοκρατίας και ζωντανής πολιτικής συμμετοχής.

Το τρίτο βασικό έλλειμμα αφορά τη συνταγματική προστασία του κοσμικού

χαρακτήρα του εθνικού κράτους, στο πλαίσιο μιας νέας ­γενναίας και οριστικής­

διευθέτησης των σχέσεών του με την επίσημη Εκκλησία (πραγματική συμβολή για τη

γενικότερη εξέταση του θέματος, υπό το φως μιας πρωτότυπης και πολυπρισματικής

προσέγγισης, που ανατέμνει κυριολεκτικά τις εν λόγω σχέσεις, αποτελεί η μελέτη

του συναδέλφου Αντώνη Μανιτάκη «Οι σχέσεις της Εκκλησίας με το Κράτος-Έθνος.

Στη σκιά των ταυτοτήτων», εκδ. «Νεφέλη», 2000).

Το τέταρτο βασικό έλλειμμα αφορά τη συνταγματική προστασία της κοινωνικής

δικαιοσύνης. Ακόμη και η καθιέρωση στοιχειωδών αναδιανεμητικών θεσμών, όπως η

κατοχύρωση ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής ασφάλειας,

έμειναν συνειδητά εκτός της αναθεώρησης, παρά τις πολλές και ενδιαφέρουσες

σχετικές προτάσεις. Η εξήγηση είναι απλή: η κυβέρνηση δεν φαίνεται να

αναγνωρίζει πλέον στα κοινωνικά δικαιώματα απτή και δεσμευτική προστασία, που

απορρέει από την ιδιότητα του πολίτη. Τα αντιμετωπίζει μάλλον ­όπως έδειξαν οι

πρόσφατες θέσεις της για το Ασφαλιστικό­ σαν εκδηλώσεις κρατικής φιλανθρωπίας,

η οποία θα ενεργοποιείται επιλεκτικά και μόνον για ακραίες περιπτώσεις

κοινωνικού αποκλεισμού, ωθώντας νομοτελειακά τις μεν κοινωνικές παροχές στην

ανασφάλεια της εμπορευματοποίησης, τις δε δημόσιες υπηρεσίες κοινωνικής

πολιτικής στην περιθωριοποίηση.

Ελπίζουμε ότι μετά την παραδοχή του «λάθους», σχετικά με την κοινωνική

ασφάλιση, η κυβέρνηση θα ανακρούσει πρύμναν και θα επανεξετάσει συνολικά την

πολιτική της, εγκαταλείποντας και επί της ουσίας ­και όχι μόνον φραστικά… ­

λογικές και πρακτικές που απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από τον

ριζοσπαστικό μεταρρυθμισμό, την ενεργό πολιτική συμμετοχή και την κοινωνική

δικαιοσύνη. Διότι είναι προφανές ότι μόνον αν επεξεργασθεί μια νέα στοχοθεσία,

προσανατολισμένη πράγματι σε αρχές και αξίες, θα μπορέσει να ξανασυναντηθεί με

την απελευθερωτική δύναμη της ζωντανής πολιτικής, προκειμένου να δώσει

πειστικές απαντήσεις στα επιτακτικά προβλήματα των καιρών και να ενισχύσει

αποφασιστικά τα κουρασμένα αντανακλαστικά της σύγχρονης «μελαγχολικής»

δημοκρατίας. Δεν αγνοούμε, βέβαια, τους καταναγκασμούς και τους φραγμούς που

θέτουν, προς την κατεύθυνση αυτήν, τα διεθνή δεδομένα. Ούτε υποτιμούμε την

ανάγκη απομόνωσης του λαϊκισμού, του συντεχνιασμού και του στείρου εθνικισμού,

που συχνά συσκοτίζουν και υποθηκεύουν μια τέτοια προοπτική. Ωστόσο, όλα αυτά

δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται σαν άλλοθι για τη δικαιολόγηση του πολιτικού

και θεσμικού κομφορμισμού και της συνακόλουθης απροθυμίας για τομές και ρήξεις

με παλαιά και νέα κατεστημένα. Το παράδειγμα, άλλωστε, της εκλογικής αποτυχίας

τής ­άνευρης, διαχειριστικής και ιδεολογικοπολιτικά μεταλλαγμένης­ ιταλικής

Αριστεράς είναι κοντινό, πρόσφατο και εξόχως διδακτικό…

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Συνταγματικού

Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.