Από τις πιο απίθανες περιοχές του πλανήτη προέρχονται οι φακές, τα φασόλια

και όλα τα άλλα «ελληνικά», πατροπαράδοτα και θρεπτικότατα όσπρια που

καθημερινά βάζουμε στο τραπέζι μας

Οι περισσότεροι από εμάς θα δοκίμαζαν μια πολύ ωραία έκπληξη αν γνώριζαν ότι

τα φασόλια, οι φακές και όλα τα άλλα «ελληνικά», «πατροπαράδοτα» και

«θρεπτικότατα» όσπρια που καθημερινά βάζουμε στο τραπέζι μας όχι μόνο δεν

είναι ελληνικά, αλλά προέρχονται και από τις πιο απίθανες περιοχές του

πλανήτη.

Δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια και σίγουρα θα δυσαρεστήσει αρκετό κόσμο, αφού

μέχρι τώρα δεν έχει ακόμα κοπάσει ο θόρυβος με τα «τρελά» κρέατα. Τα στοιχεία

που έχει στη διάθεσή της η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία αποτυπώνουν με απόλυτο

τρόπο το πώς έχει η κατάσταση. Το 1999 όλοι εμείς καταναλώσαμε περίπου 64.000

τόνους ψυχανθή όσπρια. Δηλαδή φασόλια ξερά, φακή, ρεβίθια, κουκιά, μπιζέλια,

λαθούρια κ.λπ. Από όλους αυτούς τους τόνους, οι μισοί σχεδόν ήταν προϊόν

εισαγωγής. Το αξιοπρόσεκτο μάλιστα στην όλη ιστορία είναι ότι σε ορισμένες

κατηγορίες οσπρίων, όπως για παράδειγμα στη φακή, οι εισαγωγές ξεπέρασαν κάθε

φαντασία, μια και από τους 10,6 χιλιάδες τόνους που φάγαμε εκείνη τη χρονιά οι

8,96 ήταν made in Canada! Και ας μη νομίσει κανείς ότι σήμερα, δύο χρόνια

μετά, η κατάσταση πρόκειται να έχει μεταβληθεί προς το ελληνικότερον.

Τι φακές, τι… ρεβίθια

Αυτό που συμβαίνει με τις φακές είναι σίγουρα το πιο τρελό παράδειγμα, αλλά

όχι το μοναδικό, αφού κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα ρεβίθια. Πριν από δύο

χρόνια καταναλώσαμε 6,9 χιλιάδες τόνους, εκ των οποίων οι 5 χιλιάδες από

αυτούς εισήχθησαν από Μεξικό, Τουρκία και Αυστραλία. Σε ό,τι αφορά τώρα την

περίπτωση των μπιζελιών, λαθουριών και λοιπών δευτεροκλασάτων ­ ως προς τις

προτιμήσεις μας ­ οσπρίων, αυτό που μπορεί να παρατηρήσει κάποιος δεν είναι

άλλο παρά η «όσφρηση» των Ελλήνων προμηθευτών στη νέα παγκοσμιοποιημένη αγορά.

Διότι δεν φθάνει απλώς ότι από τα 700 κιλά που καταναλώσαμε το 1999 τα 600

ήταν εισαγόμενα. Είναι και το από πού τα προμηθευόμαστε. Από την Τουρκία, το

Πακιστάν μέχρι και από την Ινδία.

Αρκετά σημαντικές είναι επίσης και οι ποσότητες που εισάγουμε σε ξερά φασόλια.

Ποσότητες πάντως μικρότερες από αυτές που παράγουμε εδώ. Τα φασόλια άλλωστε

είναι το πιο δημοφιλές όσπριο, με ετήσια κατανάλωση που φθάνει σχεδόν 40.000

τόνους. Από αυτούς οι 15.000 τόνοι έρχονται από την άλλη πλευρά του

Ατλαντικού, δηλαδή τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αργεντινή. Προμηθευτές φασολιών

για τη χώρα μας είναι επίσης η Βουλγαρία και η Τουρκία.

Μεγάλη κατανάλωση

Η χώρα μας, που θέλει να λέγεται γεωργική, καταναλώνει αξιοσέβαστες ποσότητες

τροφίμων που προέρχονται από το εξωτερικό. Για τον λόγο αυτό δαπανά και

τεράστια ποσά που ξεπερνούν το ένα τρισεκατομμύριο δραχμές. Το 70% του βοείου

κρέατος που τρώμε έρχεται απέξω. Το 50% του χοιρινού και το 100% της σόγιας,

επίσης. Όμως ό,τι ισχύει για τα όσπρια είναι που κεντρίζει πιο πολύ το

ενδιαφέρον, αφού οι συγκεκριμένοι καρποί έχουν περάσει στη συνείδηση των

περισσοτέρων ως κατ’ εξοχήν προϊόντα της ελληνικής φύσης. Ο καθηγητής

Γενετικής Μηχανικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ. Αθανάσιος

Τσαυτάρης μάς βοηθά να καταγράψουμε τους λόγους για τους οποίους φθάσαμε να

εισάγουμε τις μισές από τις ποσότητες οσπρίων που τρώμε κάθε χρόνο.

Η πρώτη αιτία, φυσικά, δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι έχουμε περιορίσει

παρά πολύ τις καλλιέργειες ψυχανθών οσπρίων. «Όλα τα προηγούμενα χρόνια οι

Έλληνες καλλιεργητές έπαιρναν και συνεχίζουν να παίρνουν επιδοτήσεις μόνο για

τα σιτηρά και όχι για τα ψυχανθή. Αυτό ήταν λάθος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και

της αγροτικής μας πολιτικής. Το αποτέλεσμα είναι οι καλλιεργητές να σπέρνουν

ολοένα και περισσότερο σιτηρά σε χωράφια που κάποτε καλλιεργούνταν όσπρια.

Μάλιστα πολλοί εξ αυτών δεν προτίμησαν ούτε τη μέση λύση, να σπέρνουν δηλαδή

τη μια χρονιά σιτηρά και την άλλη τα όσπρια, με όλα τα πλεονεκτήματα που θα

είχε μια τέτοια επιλογή (όπως π.χ. το φυσικό λίπασμα που τα ψυχανθή αφήνουν

στο έδαφος κ.λπ.)», λέει ο κ. Αθ. Τσαυτάρης.

Το πρόβλημα της ομοιογένειας

Πέρα όμως απο τις επιδοτήσεις, μια άλλη πτυχή του φαινομένου σχετίζεται με

τους προμηθευτές οσπρίων στην ελληνική αγορά. Αυτό που συμβαίνει εδώ είναι ότι

οι προμηθευτές αναγκάζονται να εισάγουν τις τεράστιες ποσότητες οσπρίων, από

πολύ μακρινές αποστάσεις, επειδή δεν μπορούν να εξασφαλίσουν στη χώρα μας

ομοιογενείς καρπούς από τους μικρούς παραγωγούς. «Για παράδειγμα, το φασόλι

τού ενός παραγωγού μπορεί να είναι μικρότερο ή μεγαλύτερο από του άλλου.

Μπορεί να μην είναι σκληρό και να λειώνει στο βράσιμο. Έτσι, λοιπόν, ο

προμηθευτής δεν εμπλέκεται στη διαδικασία τού να μαζεύει φασόλια από

μικροπαραγωγούς, οι οποίοι αφενός βρίσκονται διάσπαρτοι σε διάφορα σημεία της

Ελλάδας και αφετέρου δεν έχουν τον ίδιο ακριβώς καρπό. Πολλοί προμηθευτές

χρησιμοποιούν τα όσπρια και ως μεταποιητικά προϊόντα. Και εδώ είναι το λεπτό

σημείο όπου χρειάζεται να έχουν παρτίδες με ομοιογενή προϊόντα. Στην περίπτωση

που θέλουν να κάνουν κονσέρβες δεν μπορεί η μια παρτίδα να αντέχει και η άλλη

που είναι από άλλον παραγωγό να λειώνει στο βράσιμο». Έτσι πηγαίνουν και

κλείνουν συμφωνίες σε πολύ μακρινά μέρη, βρίσκουν καλλιεργητές που έχουν

τεράστιες εκτάσεις και εξασφαλίζουν την ομοιομορφία του καρπού που θέλουν. «Με

μεγαλύτερο φυσικά κόστος εξαιτίας της μεταφοράς απ’ ό,τι αν τα προμηθεύονταν

από τη χώρα μας».

Καλύτερα από τη σόγια

Σε όλα αυτά προστίθεται και μια παλαιότερη διατροφική μόδα που, όπως λέει ο

καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, στηριζόταν στην ανάδειξη της σόγιας

ως της κατ’ εξοχήν βάσης ενός υγιεινού διατροφολογίου. «Είχε διαδοθεί πριν απο

αρκετά χρόνια ότι υγιεινή διατροφή ήταν εκείνη που στηριζόταν στη σόγια.

(Θυμίζει λίγο ό,τι είχε συμβεί τη δεκαετία 1960-1970 με τη λευκή φραντζόλα

ψωμιού πολυτελείας, όταν πολλοί πείστηκαν πως είναι καλύτερη από το χωριάτικο

που ξέραμε μέχρι τότε).

Έτσι διαπιστώθηκε μια σχετική στροφή κάποιας μερίδας ανθρώπων στην κατανάλωση

τέτοιων προϊόντων. Αυτό βέβαια δεν είναι σωστό και δεν μπορεί να συγκριθεί η

θρεπτική αξία της σόγιας με εκείνη των ελληνικών οσπρίων, όπως δεν μπορεί να

συγκριθεί η ποιότητα του χωριάτικου ψωμιού με τη λευκή φραντζόλα. Το ίδιο

ισχύει και για τη σόγια. Και να γιατί: η σόγια περιέχει μια πρωτεΐνη αναστολέα

της τρυψίνης του στομάχου που είναι δηλητηριώδης. Δεν μπορούμε δηλαδή να τη

φάμε. Για να καταστραφεί αυτή η πρωτεΐνη, η σόγια ψήνεται στους σογιόμυλους σε

ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες. Αυτό όμως δεν αφήνει ανεπηρέαστα τα υπόλοιπα

θρεπτικά συστατικά του καρπού. Στην ουσία δηλαδή πρόκειται για ένα

καβουρντισμένο όσπριο».

Τα ελληνικά όσπρια λέγεται πως είναι ιδιαίτερα θρεπτικά εξαιτίας των

κλιματικών συνθηκών της χώρας. Η σπορά τους γίνεται το φθινόπωρο και η

συγκομιδή τους την άνοιξη. Αυτό σημαίνει ότι εκμεταλλεύονται τις βροχές του

χειμώνα και, άρα, δεν χρειάζονται άρδευση. Λόγω του κρύου δεν υφίστανται τις

προσβολές από έντομα, μύκητες ή άλλα βακτήρια. Άλλωστε το λίπασμα που

χρησιμοποιούν είναι το ατμοσφαιρικό άζωτο.

Σε όλη την Ευρώπη η κατανάλωση οσπρίων φαίνεται να αυξάνεται λόγω της

επιστροφής της μεσογειακής δίαιτας. Εφόσον η Ελλάδα ακολουθήσει τους ίδιους

ρυθμούς, τότε θα αναγκαστεί να αυξήσει και τις εισαγωγές της αν μέχρι τότε δεν

συντονίσει σε μια κοινή πολιτική όλους τους ενδιαφερομένους.