Κάθεται κάτω από ένα δεντράκι στου Φιλοπάππου. Κάθεται, μόνη, ολομόναχη, μαζί

με καμιά δεκαριά χιλιάδες μαμάδες με τάπερ. Δέκα χιλιάδες μαμάδες ­ η κάθε μία

μόνη. Ολομόναχη.

Πιο κάτω, ο μεγάλος της γιος μαζί με τον άντρα της. (Ο άντρας της δεν είναι

αυτός; Γιατί κάτι η δουλειά, κάτι οι υπερωρίες, κοντεύει να ξεχάσει τη φάτσα

του). Οι δυο τους κάνουν απερίγραπτες ταρζανιές με τον αετό. Κοιτάνε με μίσος

τον αετό των διπλανών. Έχει γούστο να πάει πιο ψηλά από τον δικό τους. Για ένα

κούτελο ζούμε σ’ αυτήν την κοινωνία! Τι διάολο, τζάμπα μπήκαμε στην ΟΝΕ; Έτσι

θα το πάμε τώρα; Ένας αετός καθότανε στον βράχο και ξυνότανε;

Αμόλα καλούμπα! Αμόλα μέχρι τελικής πτώσεως. Σαν πολύ ξανθωπός δεν είναι ο

διπλανός που μας κάνει και τον μάγκα; Θες να ‘ναι κάνας Αλβανός; Αυτό μας

έλειπε τώρα. Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα Ρούμελα. Εμείς εδώ παίζουμε στην

έδρα μας. Όποιος μας τη βγει, του παίρνουμε και τα σώβρακα. Όχι, αυτός ο αετός

δεν πρέπει να πετάξει. Να τσακιστεί, αυτό πρέπει. Να στουκάρει στο πρώτο

κλαρί. Να μείνει εκεί. Εκεί, εκεί, στη Β’ Εθνική, μαζί με το Αιγάλεω και την

Παναχαϊκή!

Κάθεται κάτω από ένα δεντράκι στου Φιλοπάππου. Η μικρή της κόρη το τσαλάκωσε

το φόρεμα. Ορίστε, νάτο, μες στην τσαλάκα. Τι σιδέρωνε όλο το πρωί;

Η μικρή τη χαιρετάει για εικοστή φορά μέσα σε μισή ώρα. Κουνάει κι εκείνη το

χέρι της, χαμογελώντας. Τσαλακωμένο φόρεμα, τσαλακωμένο χαμόγελο. Ωραία

περνάμε!

Η μουσική… Αμάν πια αυτό το παραδοσιακό το σύνδρομο! Αυτό το βιολί και το

νταούλι, μέχρις ενός σημείου! Και πιο χαμηλά να τα είχανε τα ηχεία πάλι θα

ξύπναγε το κούλουμο μέσα της. Θα σπάσει το κεφάλι της. Ιτιά μ’, ιτιά μ’,

λουλουδιασμένη, τέρμα, θα σπάσει, θα εκραγεί!

Την ξαναχαιρετάει η μικρή της κόρη. Τι υστερία την έπιασε σήμερα; Στο σπίτι

ούτε να τη φτύσει. Της μιλάει, δεν της μιλάει, ένα και το αυτό. Ντύσου, αγάπη

μου, πλύσου, αγάπη μου, θα αργήσεις για το σχολικό, αγάπη μου ­ μόνη της τα

λέει, μόνη της τα ακούει.

Όχι ότι και ο άλλος είναι καλύτερος. Αυτός ο άχαρος έφηβος χθες ­ μόλις χθες,

ημέρα Κυριακή ­ δεν ήταν το μωρό της; Το μωράκι της, που κούρνιαζε στην

αγκαλιά της, φοβότανε τις αστραπές και τύλιγε τα θεσπέσια χεράκια του στον

λαιμό της; Μόλις χθες, ημέρα Κυριακή… δεν παντρεύτηκε τον κύριο που έχει μια

αδιόρατη ομοιότητα με το παλικάρι πριν ­ πόσα χρόνια;

Κάθεται κάτω από ένα δεντράκι στου Φιλοπάππου. Κολλητά, δίπλα της, μια γυναίκα

ολόιδια με αυτήν. Ολόιδια, μιλάμε, φτυστή.

Μόνο στο μπλουζάκι διαφέρουνε. Η ζωή της να κρεμότανε, τέτοιο εμπριμέ

μπλουζάκι ούτε που να το διανοηθεί. Κοιτάζει και τις υπόλοιπες. Όλες οι τρελές

μες στη χαιρετούρα. Ανεμίζουν τα χέρια τους ­ ποια χαιρετάει ποιανής το παιδί

τρέχα γύρευε. Μύλος. Μαζεύει με τρόπο τα τάπερ της πιο κοντά. Η έξω αριστερά,

η υπέρβαρη, μοιάζει πολύ λιμάρα. Σαν να κοιτάει λοξά την ταραμοσαλάτα της. Τα

σάλια τής τρέχουνε.

Για να έχουμε λίγο και τον νου μας, κορίτσια! Αίμα έφτυσε γι’ αυτή την

ταραμοσαλάτα. Δεν πήγαινε, βλέπεις, η ηλίθια να αρπάξει την πρώτη τυχούσα

τυποποιημένη από το ράφι του σούπερ μάρκετ. Την έπιασε ο ζήλος να την κάνει

μόνη της. Χειροποίητη να την κάνει. Σταυροβελονιά. Η πίστη τής βγήκε. Η πίστη

ανάποδη. Έγινε η κουζίνα της η εκδίκηση του ταραμά.

­ Ήρθε ο κύριος Αβραμόπουλος;

Της μιλάει κάποιος ή ιδέα της; Το μυαλό της, σαν αετός πολύχρωμος, έχει φύγει,

έχει πετάξει μακριά. Γυρίζει και κοιτάζει την εμπριμέ δίπλα της.

­ Ορίστε;

­ Ο δήμαρχος, λέω, τον είδατε;

­ Όχι.

­ Λέτε να ήρθε νωρίτερα και τον χάσαμε;

­ Τι να σας πω…

Σε παρακαλώ, Θεέ μου. Θεούλη μου, Ύψιστε, Παντοδύναμε, Συ που κόσμους κυβερνάς

και ζωή παντού σκορπάς, σε παρακαλώ, κάνε μη μου πιάσει κουβέντα. Δεν μπορώ,

δεν θέλω, δεν αντέχω, αυτό το «κάτσαμε δίπλα – δίπλα, κάτι να πούμε», αυτόν

τον διάλογο του τίποτα, την ξεπέτα αυτή. Να δεις, σε λίγο θα με ρωτήσει αν

ερχόμαστε εδώ κάθε χρόνο.

­ Ερχόσαστε εδώ κάθε χρόνο;

Κάνει μια κατάδυση στη σακουλάρα με τα τάπερ και χαρχαλεύει τα πλαστικά. Δήθεν

πως δεν άκουσε. Δήθεν πως κάτι ψάχνει. Κάνει νεύμα από μακριά στην οικογένεια.

Μπας και φιλοτιμηθούν και μαζευτούν, να τελειώνουμε. Να τελειώνουμε, να

φαρμακώσουμε τα νηστίσιμα, να φύγουμε. Πετσί θα γίνει η λαγάνα. Δεύτερο νεύμα.

Σημασία δεν της δίνουν. Πέσανε με τα μούτρα στην ξεπερασούρα με τις

μειονότητες. Μην τους νικήσει ο αετός από τα Τίρανα.

Αίφνης ένας αετός φεύγει. Αναχωρεί. Λες και τους κοιτάει από ψηλά. Κοιτάει.

Και οι άνθρωποι γίνονται ανθρωπάκια. Μικραίνουν, σβήνουν, χάνονται. Κι εκείνος

πετάει. Πιο ψηλά… Πιο ψηλά… Μέχρι που χάνεται…

Πέτα, αετέ μου. Πέτα, καμάρι μου. Πέτα, φύγε, γράψε μας κανονικά. Πέτα και για

μένα. Για μένα που το δοκίμασα κάποτε. Κάποτε κι εγώ πήγα να απογειωθώ. Κι ένα

μέτρο πάνω από το έδαφος, μπλέχτηκα στην ακακία της μαύρης συμφοράς. Και

παγιδεύτηκα. Κι έμεινα εκεί. Μέχρι που ξεράθηκε η ακακία. Μέχρι που ξεραθήκαμε

παρέα. Και μείναμε εκεί. Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει. Χρόνος μπαίνει, χρόνος

βγαίνει…

Ναι, μόλις χθες ήτανε. Χθες, ημέρα Κυριακή… Μόλις…

Πέτα, αετέ μου. Πέτα και για μένα!